Θα μου επιτρέψετε ένα τέτοιο εξομολογητικό και συναισθηματικά φορτισμένο για μένα θέμα. Δεν το συνηθίζω, το ξέρετε.
Αλλά είναι από εκείνες τις φορές, που ταξιδεύεις σ’ έναν τόπο και ξαφνικά, χωρίς καν να το ελέγχεις, σε κατακλύζουν αναμνήσεις, εικόνες, μυρωδιές που συνδέονται άμεσα μ’ αυτό που πραγματικά είσαι- ακόμα κι αν δεν το ξέρεις.
Μετά από ένα μεγάλο road trip στην Ευρυτανία, περνάμε το μαγικό βουνό και φτάνουμε με τον Πέτρο στον νομό Καρδίτσας.
Πάνω στα 900 μέτρα, βρίσκεται η «Βασίλισσα των Αγράφων».
Η Ρεντίνα.

Εκεί μεγάλωσε η Κατίνα, η γιαγιά μου, απ’ την πλευρά της μητέρας μου.
Εκεί βρίσκεται και το πέτρινο πατρικό σπίτι της.

Το σπίτι της οικογένειας Μυγδάλη

Η Κατίνα Μυγδάλη, η κόρη του Ηλία, του μαραγκού του χωριού, που έφτιαχνε τα βαρέλια για το πολύτιμο κρασί.
Μεγάλωσε μέσα σ’ αυτούς τους γερούς λίθινους τοίχους, στα ψηλοτάβανα δωμάτια, στο νοικοκυριό μια αυθεντικής ρουμελιώτικης οικογένειας, στην ευωδιά του βουνού, στη βαθιά, αληθινή ελευθερία των Αγράφων.




Ο αγαπημένος κύριος Σοφοκλής, συγγενής της οικογένειας και κάτοικος της Ρεντίνας.




Ένα ερείπιο πια το σπίτι.
Κρατιέται μόνο και μόνο, για να μας πει τις τελευταίες του λέξεις.
Για εκείνα που φιλοξένησε στην πέτρινη αγκαλιά του.
Για εκείνους που γέλασαν, έκλαψαν, πόνεσαν, ονειρεύτηκαν εκεί, για σώματα κουρασμένα, για καρδιές που χτύπησαν δυνατά, για μια μάνα ,που έστρωσε το οικογενειακό τραπέζι μ’ όλη της τη φροντίδα, που χάιδεψε και φίλησε στοργικά τα γλυκά της τα παιδιά και ξύπνησε με αγωνία μες στη νύχτα από τον αναπάντεχο θόρυβο της πόρτας. Ήταν ο άνδρα της, που επέστρεφε λαβωμένος από τον πόλεμο στη Μικρά Ασία.
Και λίγα χρόνια μετά θα εγκατέλειπε το σώμα του για πάντα.
Κι η Κατίνα, χωρίς πατέρα.
Και στον Εμφύλιο, χωρίς αδερφό.
Μόλις στα 21 του.

Δεξιά η παλιά σερβάντα, που κάποτε είχε τα πιάτα και τα φλυτζάνια της οικογένειας.

Η κουζίνα του σπιτιού.

Σκεύη της οικογένειας, αφημένα στο ίδιο σημείο από τότε...

Το εικονοστάσι της οικογένειας. Ανέγγιχτο.
Δεν είναι μόνο η ιστορία της δικής μου οικογένειας.
Απλώς είναι η ιστορία, που βουρκώνει τα δικά μου μάτια κι όταν τηλεφωνώ στη μητέρα μου, την ακούω να μου μιλά και ξέρω πως στο πρόσωπό της κυλούν ανεξέλεγκτα δάκρυα- κι ας προσπαθεί να το κρύψει.
Δεν είναι μόνο η ιστορία της δικής μου οικογένειας.
Ρωτήστε τους δικούς σας, σε κάθε σπιτικό, σε κάθε χωριό, κρύβονται εκείνες οι θύμησες, οι κρυφές, οι ανείπωτες ιστορίες- που δεν είναι λογοτεχνία, δεν είναι φαντασία, είναι το πιο πραγματικό υλικό απ’ το οποίο είμαστε φτιαγμένοι.


P.S. Το πρόλαβα για λίγο αυτό το σπίτι.
Ως μικρό παιδί.
Δηλαδή για πάντα.
Ο τετράχρονος εαυτός μου, ευτυχισμένος, μέσα στο σπίτι

