ή Αλλιώς , Όλα Για το Κλουβί
*προτεινόμενη μουσική για την ανάγνωση της ιστορίας: Aha! | Imogen Heap
Στάθηκα μπροστά από την πελώρια ξύλινη πόρτα.
Από το μέγεθος και τη μεγαλοπρέπεια μιας πόρτας καταλαβαίνεις αμέσως τη σπουδαιότητα των ανθρώπων που κατοικούν σ’ ένα κτίριο.
Άφησα τη βαλίτσα ακριβώς δίπλα μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και με χέρι που έτρεμε χτύπησα δυο φορές τον κρίκο που κρεμόταν από το μπρούτζινο κεφάλι ενός λιονταριού. Ίσως και να μην ήταν λιονταριού. Ίσως να ήταν κάποιου άλλου ζώου, ίσως ενός μυθολογικού τέρατος. Δεν είμαι σίγουρη τι ήταν. Γιατί το μυαλό μου δεν λειτουργούσε. Ένιωθα το ανεξέλεγκτο τρέμουλο των άκρων να μεταφέρεται σ’ ολόκληρο το σώμα.
Ενώ είχα προετοιμαστεί για τη μέρα αυτή , είχα κάνει πρόβα τα λόγια μου, είχα σκεφτεί τις ακριβείς κινήσεις μου, εκείνη τη στιγμή ένιωθα ένα αφόρητο σφίξιμο κάτω από το στέρνο που μου έκοβε την ανάσα και απέκλειε κάθε ποσότητα καθαρού αέρα από την περιοχή του εγκεφάλου. Γιατί δε μου άνοιγαν; Μήπως μέσα στη θολούρα του φόβου μου, δεν είχε καν χτυπήσει να μου ανοίξουν; Αποκλείεται. Ή μήπως δεν αποκλείεται; Ή μήπως..; Εντελώς αψυχολόγητα ξαναέπιασα με το τρεμάμενο χέρι τον γυαλισμένο κρίκο, τον χτύπησα πολύ δυνατά και πριν προλάβω να τον ξαναχτυπήσω και τρίτη φορά η πόρτα ξαφνικά άνοιξε κι από μέσα πρόβαλε ένας μεγαλόσωμος άνδρας με εξαγριωμένη όψη.
« Όχι μόνο έρχεστε καθυστερημένη, αλλά έχετε βαλθεί να ξεσηκώσετε κι ολόκληρο το κτίριο. Κι αυτό επειδή είστε ανυπόμονη. Να ξέρετε δεσποινίς μου, πως η ανυπομονησία είναι ίδιον εκείνων που έχουν κακό τέλος. Να το θυμάστε αυτό».
Δε μου άφησε κανένα περιθώριο να δικαιολογηθώ. Χαμήλωσα ενστικτωδώς το βλέμμα και ψέλλισα κάτι σαν «Συγνώμη».
« Πάρτε τα πράγματά σας κι ακολουθήστε με. Δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας».
Παρά τον τρόμο μου, θυμάμαι καθαρά τη στιγμή που πέρασα τη μεγάλη πόρτα και περπάτησα στα μαρμάρινα πατώματα της εισόδου. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, κοιτώντας εκστασιασμένη το σαλόνι. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου μια τόσο μεγάλη και πολυτελή αίθουσα. Ακριβώς μπροστά μου απλωνόταν η εντυπωσιακή κεντρική σκάλα, αλλά πριν προλάβω να παρατηρήσω τις περίτεχνες λεπτομέρειες στην ξυλόγλυπτη κουπαστή που μου έκαναν αμέσως εντύπωση, γιατί ο πατέρας μου ήταν ξυλουργός, ακούστηκε η κοφτή φωνή του άνδρα.
« Εμείς πηγαίνουμε από δω!», είπε αυστηρά, εν είδη παρατήρησης για τη δική μου αργοπορία κι ακολουθήσαμε έναν μακρόστενο διάδρομο αριστερά της σκάλας. Ο διάδρομος κι από τις δύο μεριές είχε πολλές πόρτες και αντίστοιχα δωμάτια. Αναρωτιόμουν σε τι μπορεί να χρησίμευαν τόσοι πολλοί χώροι.
Εμείς στο σπίτι μας ζούσαμε μια ολόκληρη οικογένεια στο μοναδικό διαθέσιμο δωμάτιο. Κι εδώ ήδη είχα προσπεράσει πάνω από δέκα σ’ ένα και μόνο κομμάτι του σπιτιού. Στο τέλος του διαδρόμου με τα πολλά δωμάτια και τα ακόμα πιο πολλές κρεμασμένες γκραβούρες, υπήρχε μια μικρή σιδερένια κυκλική σκάλα. Κατεβήκαμε με προσοχή τα σκαλιά κι αμέσως μετά βρεθήκαμε σε μια υποφωτισμένη αποθήκη.
«Εδώ μπορείτε ν’ αφήσετε τη βαλίτσα σας και να αλλάξετε τα ρούχα του ταξιδιού. Σε πέντε λεπτά από τώρα θα με περιμένετε στην είσοδο, απ όπου ήρθατε. Έγινα κατανοητός;»
«Μάλιστα», απάντησα, αλλά πριν προλάβω να τελειώσω τη λέξη… «Και να ξέρετε πως σ αυτό εδώ το σπίτι όταν λέμε πέντε λεπτά εννοούμε τρία λεπτά. Τα υπόλοιπα δύο υπάρχουν μόνο για έκτακτες περιπτώσεις”.
Έμεινα μόνη, με τη βαλίτσα, τη μυρωδιά της υγρασίας και τα τρία λεπτά χρόνο. Κοίταξα γύρω μου. Δεν υπήρχε παράθυρο, αλλά στην άκρη, δίπλα από μια σκονισμένη βιβλιοθήκη, ήταν στριμωγμένο ένα κρεβάτι. Έχουν μια δική τους έλξη τα κρεβάτια, πάντοτε προσκαλούν τους ανθρώπους να τα δοκιμάσουν. Και οι άνθρωποι είναι πάντοτε περίεργοι να δουν πάνω σε τι λογής υλικό θα κοιμηθούν τη νύχτα. Ο εκνευριστικά διαπεραστικός ήχος από τις σκεβρωμένες σούστες του κρεβατιού πρόδωσε την κίνησή μου να κάτσω για λίγο πάνω του. Σηκώθηκα απότομα , γιατί φοβήθηκα πως το δυνατό τρίξιμο της σκουριάς θ’ ακουγόταν σε ολόκληρο το σπίτι. «Ποτέ μου δε θα μπορέσω να κάνω έρωτα σ’ ένα τόσο μαρτυριάρικο κρεβάτι», σκέφτηκα κι αμέσως μου ξέφυγε ένα πνιχτό συνωμοτικό γέλιο, το πρώτο μετά από τόσες ώρες συνεχόμενης αγωνιώδους σκέψης. Τη χρειαζόμουν μια τέτοια μικρή βρώμικη εικόνα, απ αυτές που είναι μόνο για μένα, απ αυτές που κανείς δε θα φανταζόταν πως θα έκανε μια τόσο αθώα κοπέλα.
Ώστε αυτό λοιπόν θα ήταν το δωμάτιο μου για τα επόμενα χρόνια; Αυτή η αποθήκη θα γινόταν ο πιο οικείος για μένα χώρος, το καταφύγιό μου; Από εδώ θα έφευγα για να παντρευτώ και να φτιάξω το δικό μου σπίτι; Εκείνη την στιγμή μου έμοιαζε αδιανόητο, αλλά τολμούσα να το φανταστώ, να δω τις σκηνές από το μέλλον. Ήθελα να ξαπλώσω στο θορυβώδες κρεβάτι, να κλείσω τα μάτια μου και να ονειρευτώ τις μέρες που έρχονταν. Αλλά… αλλά… είχε περάσει η ώρα! Ω, θεέ μου! Πάλι είχα αργήσει!
«Είναι η τελευταία φορά που σας περιμένω. Την επόμενη θα φύγετε κατευθείαν!» μου είπε με συγκρατημένα κόσμια φωνή, ενώ φαινόταν στο πρόσωπό του πως θα ήθελε πολύ να με χτυπήσει, αλλά δεν του το επέτρεπε η περίσταση.
«Σας ζητώ συγνώμη, μου εφ…», πήγα ν’ απολογηθώ, αλλά με διέκοψε άκομψα. «Μάλλον δεν έχετε καταλάβει ακόμα που βρίσκεστε. Δεν είναι ούτε το σπίτι σας, ούτε η εξοχική κατοικία, το αγροτόσπιτο του υποκόμη που δουλεύατε μέχρι πρότινος. Εδώ είναι η οικεία Λόρδου, δεσποινίς μου. Εδώ υπάρχει τάξη κι ένα πολύ αυστηρό πρόγραμμα που καλούμεθα όλοι μας να ακολουθήσουμε ευλαβικώς. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια για δικαιολογίες. Δε μ’ ενδιαφέρει καν τι σας συνέβη. Γιατί δεν ενδιαφέρει και τον Λόρδο. Έγινα κατανοητός;»
Το ήξερα πως είχα κάνει κακή αρχή. Αλλά ήμουν αποφασισμένη να πετύχω. Θα έκανα τα πάντα για να τα καταφέρω σ’ αυτή την δουλειά.
« Είμαι ο κύριος Χάρολντ. Είμαι ο αρχι-οικονόμος. Σε εμένα θα αναφέρεστε, είμαι υπεύθυνος για όλο το προσωπικό του Μεγάρου»
Ο κύριος Χάρολντ ήταν ο άνθρωπος με το πιο κρύο βλέμμα που είχα συναντήσει ποτέ στη μέχρι τότε ζωή μου. Ένας αφοσιωμένος υπάλληλος, που είχε εξορίσει κάθε συναίσθημα που δεν αφορούσε άμεσα το εργασιακό του καθήκον. Μου έδειξε τους βασικούς χώρους της έπαυλης, μου εξήγησε τους κανόνες συμπεριφοράς και στο τέλος κάθε πρότασης έλεγε πάντοτε με μια χαρακτηριστική αυστηρότητα που έμοιαζε όμως με λεκτικό τικ «Έγινα κατανοητός;»
Το σπίτι του Λόρδου ήταν πράγματι τεράστιο και γι αυτό έμοιαζε άδειο. Είχα δει μόνο από μακριά τη μαγείρισσα στην κουζίνα, μια ακόμα μεσήλικα υπηρέτρια που κρατούσε έναν δίσκο με τσάι και κατά τη διάρκεια των υποδείξεων μου είχε αναφέρει έναν Επιστάτη, που ερχόταν σπανίως στο Μέγαρο γιατί βρισκόταν στα κτήματα, καθώς κι έναν κηπουρό, που εργαζόταν κι ως παιδί για όλες τις δουλειές. Οι δικές μου υποχρεώσεις ήταν τόσες πολλές που δύσκολα θα μπορούσα να τις επωμιστώ , αν δεν είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να δουλέψω εκεί. Σε όλα τα «έγινα κατανοητός;» έλεγα «μάλιστα» κι από ένα σημείο και μετά απαντούσα μηχανικά.
«Και τώρα το πιο σημαντικό απ όλα όσα έχουμε πει μέχρι στιγμής».
Το βήμα του έγινε ταχύ. Από την δεξιά πλευρά της κεντρική σκάλας υπήρχε ένα στενόμακρος διάδρομος, ίδιος με αυτόν που οδηγούσε προς την αποθήκη – δωμάτιό μου. Στο τέλος αυτού του διαδρόμου δέσποζε μια ξύλινη πόρτα.
« Αυτό που θα δείτε κι αυτό που θα μάθετε , το γνωρίζουν ελάχιστοι άνθρωποι. Ακόμα λιγότεροι το έχουν δει από κοντά. Ανεξαρτήτως του πόσο θα παραμείνετε ως εργαζόμενη στις υπηρεσίες του Λόρδου, θα πρέπει να ξέρετε πως δε μπορείτε να μιλήσετε γι αυτό σε κάποιον ξένο. Απαγορεύεται να υπονοήσετε έστω και το παραμικρό σε οποιαδήποτε ιδιωτική ή δημόσια συνομιλία σας. Ποτέ μα ποτέ δεν έχετε το δικαίωμα ν’ αναφερθείτε σε αυτό. Το τονίζω… ΠΟΤΕ!».
Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκα τόσο πολύ. Ο τωρινός πόνος στο στέρνο δεν είχε καμία σχέση με το απλό σφίξιμο που είχα λίγο πριν, στην πόρτα της έπαυλης.
«Πίσω από αυτή την πόρτα κρύβεται ένα μεγάλο μυστικό. Είναι το μυστικό του σπιτιού. Και δεν βγαίνει παραέξω. Παραμένει στο σπίτι.»
Ένα τρομοκρατημένο «μάλιστα» βγήκε σχεδόν υπόκωφα από το στόμα μου που είχε μείνει ανοιχτό. Ποτέ δεν είχε χρειαστεί να κρατήσω κάποιο μυστικό στη ζωή μου. Πόσο μάλλον ένα μεγάλο μυστικό που αφορούσε τον Λόρδο και την οικογένειά του.
« Είναι θέμα ζωής και θανάτου. Απαιτεί απόλυτη εχεμύθεια. Απαιτεί αφοσίωση».
Έβγαλε από την τσέπη του μια ασημένια αλυσίδα με περασμένα κλειδιά και μ’ ένα από αυτά , ξεκλείδωσε την πόρτα.
«Είστε έτοιμη , δεσποινίς;» , με ρώτησε με σταθερή φωνή και με το δικό μου καταφατικά φοβισμένο νεύμα, άνοιξε αργά την ξύλινη πύλη που με χώριζε από το μυστικό.
Κράτησα την ανάσα μου.
Ένα δωμάτιο. Με ξύλινο γυαλισμένο πάτωμα. Ένα άδειο δωμάτιο, χωρίς έπιπλα, χωρίς τίποτα. Ήταν ένα άδεια δωμάτιο. Μάλλον… όχι τελείως άδειο… στο βάθος υπήρχε κάτι. Έμοιαζε με κλουβί. Ναι, ήταν ένα κλουβί. Προσπάθησα να καταλάβω αν υπήρχε κάτι μέσα στο κλουβί, να διακρίνω κάποια κίνηση.
«Αυτό ακριβώς είναι το μυστικό», μου είπε ο κύριος Χάρολντ, καθώς το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στο κλουβί.
«Στο κλουβί αυτό ζει ένα από τα πιο σπάνια πτηνά του κόσμου. Ο Λόρδος ξοδεύει μια ολόκληρη περιουσία για να έρθει ειδική τροφή από την Κίνα. Το κλουβί του είναι από συγκεκριμένο υλικό, παραγγελία από ένα εξειδικευμένο εργαστήριο της Γαλλίας, με αντικατάσταση κάθε έξι μήνες. Ακόμα και το νερό που πίνει, περνά από μηχάνημα επεξεργασίας που διαθέτουμε μόνο εμείς και η βασιλική οικογένεια της Σουηδίας. Ο Λόρδος πληρώνει τους καλύτερους γιατρούς της Ευρώπης για να το παρακολουθούν και να προτείνουν την κατάλληλη αγωγή σε περίπτωση ασθένειας. Γιατί το πτηνό αυτό, θα πρέπει να ξέρετε, πως είναι φιλάσθενο, επιρρεπές σε μικρόβια και λοιμώξεις και πολύ συχνά παρουσιάζει επιπλοκές επικίνδυνες για την υγεία του».
Συνέχισα να κοιτώ σαστισμένη.
«Πλησιάστε, με ήρεμες κινήσεις, για να μην το αναστατώσουμε».
Όντως, μέσα στο κλουβί στεκόταν ακίνητο ένα ολόλευκο πουλί. Ήταν μικρόσωμο κι είχε κάτι μαύρα ζωηρά μάτια που έμοιαζαν να επιτηρούν εξονυχιστικά ολόκληρο το δωμάτιο. Δεν ήμουν σίγουρη αν η λάμψη που είχε τριγύρω του είχε να κάνει αποκλειστικά και μόνο με το φως που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα ή αν υπήρχε κάτι δικό του, κάτι μαγικό που το περιέβαλλε.
«Είναι ήσυχο τώρα. Δεν είναι ακόμα η ώρα της βόλτας»
«Της βόλτας;» ρώτησα κι αμέσως εισέπραξα ένα ακόμα πιο αυστηρό βλέμμα από αυτά που με είχε συνηθίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
« Κάθε μέρα, την ίδια ακριβώς ώρα ανοίγουμε το κλουβί και αφήνουμε το πτηνό να πετάξει ελεύθερο μέσα στο δωμάτιο. Τηρείται ακριβές χρονοδιάγραμμα και δικλείδες ασφαλείας, για να μην γίνει κάποιο ατύχημα. Θα ενημερωθείτε αναλυτικά για την όλη διαδικασία , γιατί θα είστε φυσικά κι εσείς υπεύθυνη για ό,τι συμβαίνει σε αυτό τον χώρο. Έγινα κατανοητός;».
« Τι ακριβώς θα καν…», πήγα αφελώς να ρωτήσω κι αμέσως μου κατεστάθη σαφές πως οι ερωτήσεις μου εκείνη τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν εκτιμητέες.
« Ακούστε με προσεκτικά! Κι όταν λέω προσεκτικά το εννοώ. Αυτό που βλέπετε εδώ δεν είναι κάποια ψυχαγωγική ασχολία του Λόρδου. Δεν κάνει το κέφι του, αν και θα είχε κάθε δικαίωμα λόγω της αριστοκρατικής του καταγωγής και της κοινωνικής του θέσης να έχει συνήθειες, όπως η κατοχή ενός σπάνιου ζώου και η επιμελής φροντίδα του. Αλλά τα πράγματα είναι πιο σοβαρά. Είναι πολύ σοβαρά. Από το πουλί που βλέπετε σε αυτό το κλουβί εξαρτάται η ζωή ενός ανθρώπου. Κι όχι ενός τυχαίου ανθρώπου.»
Η ζωή ενός ανθρώπου; Είναι δυνατόν; Ποιανού ανθρώπου η τύχη θα μπορούσε να είναι συνδεδεμένη μ’ ένα λευκό πουλί σ’ ένα κλουβί; Ήξερα πως δε μπορούσα να ρωτήσω , αλλά ολόκληρο το πρόσωπο μου έμοιαζε μ’ ένα έντρομο πελώριο ερωτηματικό.
« Η Κυρία Άγκνες. Η μικρή κόρη του Λόρδου… Για εκείνη γίνονται όλα. Αν πάθει κάτι το ζώο στο κλουβί, αν πετάξει μακριά, αν χαθεί… τότε θα χαθεί αυτόματα και η Κυρία.
Αν πεθάνει το πουλί , θα πεθάνει και το κορίτσι.»
Το κεφάλι μου ξαφνικά πήγαινε να σπάσει, γιατί ο φόβος και η ανασφάλεια μπλέκονταν με χίλιες δυο ερωτήσεις που γεννιούνταν με καταιγιστικούς ρυθμούς μέσα στο λαβύρινθο των σκέψεών μου. Όσο προσπαθούσα να συνδέσω λογικά όσα είχα μόλις ακούσει, άλλο τόσο δυσκολευόμουν ν’ αρθρώσω και την παραμικρή ένσταση, να φτιάξω μια ολοκληρωμένη πρόταση, να ξαναέρθω σε επαφή με την πραγματικότητα – έτσι όπως την ήξερα τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγα λεπτά.
«Αν πεθάνει το πουλί, θα πεθάνει και το κορίτσι» επανέλαβε ο κύριος Χάρολντ. « Αυτό κρατείστε το καλά στο μυαλό σας, δεσποινίς μου. Και τώρα πάμε γρήγορα μέσα, γιατί έχουμε καθυστερήσει πολύ. Και στο σπίτι αυτό , υπενθυμίζω για τελευταία φορά, δεν επιτρέπονται καθυστερήσεις. Έγινα κατανοητός;»
Ανεβήκαμε τη κεντρική σκάλα του σαλονιού. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως την επόμενη φορά που θα περνούσα από εκεί θα πρόσεχα τη λεπτοτεχνία στην κουπαστή που με είχε αφήσει άναυδη στο πρώτο κοίταγμα. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο. Μα δεν είχα πια καθόλου διάθεση να προσέξω την εντυπωσιακή δουλειά στο ξύλο, το μυαλό μου βρισκόταν ακόμα στο κλουβί. Και στο κορίτσι.
«Περιμένετε εδώ», μου είπε. Χτύπησε μια πόρτα, ακούστηκε στο βάθος μια βαριά φωνή και μπήκε στο δωμάτιο. Δεν ξέρω πόση ώρα περίμενα απ’ έξω. Ακόμα και ο χρόνος έμοιαζε αλλόκοτος σε εκείνο το σπίτι.
Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα.
« Ο Λόρδος Εκλστον μπορεί τώρα να σας δεχθεί. Περάστε»
Ένας καλοντυμένος ευτραφής άνδρας, με περίεργη παχιά γενειάδα και μάγουλα που κρέμονταν υπερβολικά από το πρόσωπό του, καθόταν στο γραφείο. Με τα χοντρά του δάχτυλα κρατούσε ένα κρυστάλλινο ποτήρι με ουίσκι. Μάλλον ήταν ουίσκι. Ήπιε μια γουλιά και με κοίταξε με τα μικρά σχιστά γαλάζια μάτια του.
« Ώστε εσύ λοιπόν είσαι η Μαίρη;» , με ρώτησε, χωρίς να μπορώ να είμαι απολύτως σίγουρη αν ο τόνος της φωνής του είχε πράγματι μια δόση ειρωνείας ή αν εγώ το είχα απλώς φανταστεί έτσι.
«Μάλιστα κύριε» απάντησα, όπως όφειλα άλλωστε.
Ήπιε άλλη μια γουλιά και μου φάνηκε πως τα μάτια του έγιναν ακόμα πιο μικρά , καθώς με περιεργαζόταν από πάνω μέχρι κάτω.« Μπορείς να μου λύσεις μια απορία;»
Αυτή τη φορά ήμουν σίγουρη πως υπήρχε ειρωνεία στη φωνή του.
« Γιατί σας ονομάζουν όλες σας… Μαίρη; Τι είδους εμμονή είναι αυτή; ε; Κάθε χωρικός και κάθε εργάτης έχει μια κόρη που τη λένε Μαίρη. Φωνάζεις τ’ όνομα και γυρνά ο μισός γυναικείος πληθυσμός της υπαίθρου. Δε μπερδεύεστε; Και τη μαγείρισσα που έχουμε εδώ Μαίρη τη λένε. Κι από αυτό το σπίτι, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, έχουν περάσει ως υπηρετικό προσωπικό τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε γυναίκες με αυτό το όνομα. Δεν έχετε πια καθόλου φαντασία; Σας φαίνεται δύσκολο να βρείτε κάποιο άλλο; τόσα υπέροχα Βρετανικά ονόματα υπάρχουν… δεν σας καταλαβαίνω πια. Βαριέστε ; Βαριέστε να ψάξετε; Βαριέστε την ίδια σας τη ζωή; Τόσο πληκτική είναι; Τόσο αδιάφορη;»
Κι όσο μου μιλούσε , τόσο πιο επικριτικός γινόταν ο τόνος της φωνής του, τόσο πιο λεπτή και υστερική η χροιά του. Ήμουν ξανά τρομοκρατημένη. Εγκλωβισμένη. Έτοιμη να κλάψω.
«Μου φαίνεται πως σας αρκεί αυτή η μίζερη ζωή. Ναι… Ο καθένας τελικά είναι άξιος της μοίρας του. Υπάρχουν στιγμές που με πιάνει το συναίσθημα και σας λυπάμαι, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτή η πλήξη είναι η ασφάλειά σας. Νιώθετε ασφαλείς να σας λένε όλες Μαίρη. Κατά βάθος είστε ευτυχείς. Αλίμονο σε εκείνους που δεν έχουν τέτοια πολυτέλεια. Αλίμονο σε εκείνους που κάθε μέρα πρέπει να σκεφτούν κάτι καινούριο. Που τους κοιτάζετε και τολμάτε να τους θεωρείτε κι εχθρούς. Που έχετε το θράσος να τους κρίνετε. Που τους χλευάζετε, που ρίχνετε χολή πίσω από την πλάτη τους, που θα θέλατε να τους κλέψετε τις περιουσίες τους. Είναι ή δεν είναι έτσι, δεσποινίς και κάθε δεσποινίς Μαίρη; ε? ε?»
Πριν προλάβει να τελειώσει τον παραλήρημά του , τα μάτια μου είχαν βουρκώσει και δε μπορούσα πια να κρύψω το κλάμα μου. Ήθελα να τον μισήσω, αλλά πιο πολύ ήθελα να χαθώ από μπροστά του, να βρεθώ πίσω στη μητέρα μου, στα αδέρφια μου, στο δωμάτιο του σπιτιού μας. Ήμουν μόνο είκοσι χρόνων και δε μπορούσα να κρατήσω όλο αυτό το βάρος. Ήταν άδικο και σκληρό αυτό που μου συνέβαινε.
Ο Λόρδος Εκλστον ήπιε άλλη μια γουλιά από το ποτό του. «Χάρολντ…», απευθύνθηκε στον άνδρα που δεν είχα συνειδητοποιήσει πως βρισκόταν ακόμα μαζί μας στο δωμάτιο.
«Μάλιστα κύριε…» πετάχτηκε από πίσω μου.
«Χάρολντ, πιστεύεις πως είναι αρκετή μια συστατική επιστολή, για να προσλάβουμε εδώ στο σπίτι ένα τόσο ευσυγκίνητο και αδύναμο κορίτσι , όπως η δεσποινίς Μαίρη;» ρώτησε με την αλαζονεία του ανθρώπου που κρατά στα χέρια του την τύχη κάποιου άλλου.
« Θα υπάρξει μια απαραίτητη δοκιμαστική περίοδος ,κύριε», τον καθησύχασε με την γραφειοκρατική του σιγουριά.
« Δεν υπάρχουν δοκιμές όταν έχουμε να κάνουμε με το Κλουβί. Μπορεί να σας δοκιμάσουμε σε όλα τ’ άλλα, δεσποινίς, αλλά στο ζήτημα αυτό δεν υφίσταται καν η υποψία «δοκιμών». Κάθε λεπτό που βρίσκεστε σε αυτό το σπίτι φέρετε κι εσείς απόλυτη ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία του προγράμματος. Σας έχει ενημερώσει φαντάζομαι ο κύριος Χάρολντ πως δεν συγχωρείται κανένα λάθος σε ότι έχει να κάνει με ένα τόσο σοβαρό θέμα, όσο η ίδια η υγεία της κόρης μου».
«Έχει ενημερωθεί κύριε…»
« Είστε διατεθειμένη να αφοσιωθείτε σε αυτές τις υποχρεώσεις; Θα είστε απόλυτα συνεπής; Χρειάζομαι ΤΩΡΑ από εσάς ένα ξεκάθαρο ναι ή ένα ξεκάθαρο όχι ».
Απάντησα ναι. Θα μπορούσα , στην κατάσταση που βρισκόμουν, να πω «ναι» σε οτιδήποτε.
«Πολύ καλά. Καλή σας μέρα λοιπόν», είπε κι έκανε έναν μορφασμό που για τον μπάτλερ σήμαινε αυτόματη αποχώρηση από το γραφείο.
Έξω ακριβώς από την πόρτα ο κύριος Χάρολντ με κοίταξε με οίκτο. « Για τους δύο πρώτους δοκιμαστικούς μήνες δε θα παίρνετε κανονικά μισθό. Ο Λόρδος καλύπτει πλήρως τη διαμονή και τη διατροφή σας , καθώς κι ένα μικρό ποσό που για τα βασικά έξοδά τις ημέρες που θα έχετε ρεπό και θα αποφασίζετε να βγαίνετε από το σπίτι. Αν όλα πάνε καλά για εσάς , τότε θα ξεκινήσει και η μισθοδοσία. Έγινε κατανοητός;»
Όταν είχα πατήσει το πόδι μου στην έπαυλη δεν ήξερα για δοκιμαστική περίοδο κι ούτε φανταζόμουν πως θα έμενα απλήρωτη για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένιωθα απελπισμένη, γιατί καταλάβαινα πως δεν υπήρχε πισωγύρισμα . Στο χωριό δε θα μπορούσα να βρω κάποια δουλειά για να συντηρήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Κι είχαμε μεγάλη ανάγκη τα χρήματα, όλοι τα είχαν ανάγκη σε τόσο δύσκολους καιρούς. Θεωρητικά αυτό που ζούσα κι αυτό που υποσχόταν μια τέτοια θέση εργασίας , αποτελούσε μια μεγάλη ευκαιρία. Ίσως κάποια άλλα κορίτσια να με ζήλευαν. Το να δουλεύει κανείς στο σπίτι ενός Λόρδου είναι η καλύτερη προϋπηρεσία. Θα μου άνοιγε δρόμους, θα μου εξασφάλιζε ένα εισόδημα, θα με έφερνε σε επαφή με σημαντικούς ανθρώπους. Κι όμως… όλα αυτά τα λογικά, τα καταγεγραμμένα στη συνείδησή μου ως προτεραιότητες, μου ακούγονταν εκείνη τη στιγμή εντελώς παράταιρα.
«Μάλιστα», απάντησα. Ξανά. Και όχι για τελευταία φορά.
Εκείνο το βράδυ, έκανα τον χειρότερο ύπνο της μέχρι τότε σύντομης ζωής μου. Σε μια υγρή αποθήκη, χωρίς παράθυρο. Ίσως και να μην κοιμήθηκα καθόλου, θυμάμαι μόνο τη φωνή του Λόρδου Έκλστον να μη με αφήνει να ησυχάσω και να μπερδεύεται φοβιστικά με κάθε μικρή κακή ανάμνηση που κουβαλούσα μέσα μου από το παρελθόν.
Δεν υπήρχε διαφυγή .Κουλουριαζόμουν πάνω στο σάπιο κρεβάτι, γυρνούσα πλευρό, παρακαλούσα από μέσα μου να σταματήσει αυτό το μαρτύριο. Να ξημερώσει. Κι εκεί που για λίγο έπαιρνα ανάσα, με επισκεπτόταν ο κύριος Χάρολντ με την παγωμένη ματιά του και την απειλητική του λαλιά. «Αν πεθάνει το πουλί , θα πεθάνει και το κορίτσι», «Αν πεθάνει το πουλί, θα πεθάνει και το κορίτσι» «ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ, ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ» και σαν ψίθυρος ακολουθούσε η φράση «…και θα πεθάνεις κι εσύ…» και ο ψίθυρος γινόταν όλο και πιο δυνατός «…και θα πεθάνεις κι εσύ» κι όλο και πιο δυνατός, μέχρι που δεν άντεχα άλλο. Τόσο δυνατός , σαν απόλυτη βεβαιότητα: «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ!»
«ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ».
—————————————————————————————————————————-
« Σου πάει αυτό που σου δώσανε να φορέσεις. Τονίζει το μεγάλο σου στήθος», μου είπε ξαφνικά καθώς με πλησίασε κι ακαριαία ένιωσα ολόκληρο το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.
«Πως τολμάς ,αλήτη;» του απάντησα σοκαρισμένη.
Εκείνος άρχισε να γελά. Έμοιαζε να διασκεδάζει με την ενόχλησή μου. Και συνέχισε να γελά , σα να είχε ακούσει κάποια εύθυμη ιστορία από αυτές που λένε στα καπηλειά τις νύχτες οι μεθυσμένοι άνδρες.
«Δε σου επιτρέπω να μου μιλάς έτσι. Δεν επιτρέπω σε κανέναν. Το κατάλαβες;»
Συνέχισε να γελά με αυτόν τον γεμάτο αυτοπεποίθηση εκνευριστικό τρόπο.
« Αν δε σταματήσεις τώρα, θα πάω αμέσως στον κύριο Χάρολντ και θα το πω. Και μετά θα πάω στον Λόρδο και…»
«Και τι; Θα με μαλώσουν; Αν τους το πεις , μπορεί να μου κάνουν παρατήρηση, αλλά από εκείνη τη στιγμή και μετά θα προσέχουν κι οι δύο συνέχεια το στήθος σου… Αν δεν το έχουν προσέξει ήδη…»
Αυτόματα το χέρι μου κινήθηκε απειλητικά προς το πρόσωπό του, αλλά πρόλαβε ν’ αμυνθεί. Ήταν χειροδύναμος. Οι φλέβες ξεχώριζαν καθαρά κατά μήκος του χεριού του.
« Καλά μου είπαν πως είσαι ένας άξεστος…»
« Το ‘ξερα πως θα σου μιλούσαν για μένα με τα καλύτερα λόγια!
«Μη με ξαναπλησιάσεις ποτέ!», σχεδόν γρύλισα σαν λέαινα κοντά στο πρόσωπό του.
«Εντάξει, όπως θέλεις. Αλλά είναι κρίμα… Δεν περίμενα να παρεξηγηθείς τόσο πολύ. Μόλις έμαθα πως ο Εκλστον πήρε μια πιτσιρίκα για τις δουλειές, χάρηκα δεν στο κρύβω, γιατί πίστεψα πως επιτέλους θα έβρισκα κάποιον νέο άνθρωπο για να μιλήσω. Γιατί εδώ όλοι τους είναι γέροι. Γέροι είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω σκέψης. Θάνατο μυρίζουν και τα δύο».
«Επειδή είμαι μικρή σε ηλικία δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να με σέβεσαι…»
« Ωραία έχεις, δίκιο… Μια πλάκα έκανα, για να μου δώσεις σημασία. Σε ποιόν άλλον να κάνω πλάκα εδώ μέσα; Πες μου… Σου μοιάζει ο Χάρολντ για άνθρωπο που καταλαβαίνει από χιούμορ; Ή μήπως η Μαίρη η μαγείρισσα; Ή μήπως ο ίδιος Λόρδος; Τι πιστεύεις , θα χαιρόταν να πιει μια μπύρα μαζί μου και να αρχίσουμε να λέμε τα δικά μας; Ποια δικά μας; Τι κοινό έχω μ’ αυτόν; Η μοναδική στην ηλικία μας είναι η Άγκνες… αλλά εκείνη δεν μετράει για νεαρή. Δεν ξέρω καν αν μετράει για άνθρωπος ζωντανός».
«Ντροπή ! Ντροπή, πως μιλάς έτσι για την κυρία;», πετάχτηκα απότομα, κοιτώντας συγχρόνως αριστερά δεξιά αν μας είχε ακούσει κάποιος.
«Είσαι ακόμα καινούρια εδώ. Σε καταλαβαίνω , ομορφούλα. Θα τα ξαναπούμε σε καμιά βδομάδα που θα ‘χεις αντιληφθεί που βρίσκεσαι. Μέχρι τότε αν με χρειαστείς το οτιδήποτε, ρώτα απλώς που είναι ο Πατ και πολύ πρόθυμα θα χαρώ να… προσφέρω τις υπηρεσίες μου»
Ο Πατ ήταν ο κηπουρός και ο συγχρόνως ο μοναδικός που έκανε όλες τις βαριές δουλειές της έπαυλης. Το ένα του πόδι δεν το πατούσε καλά από την εποχή που ήταν ακόμα μικρό παιδί και είχε αρρωστήσει βαριά. Γι’ αυτό κούτσαινε μ’ έναν χαρακτηριστικό τρόπο του τον έκανε αντιληπτό ως φιγούρα από μακριά. Μα τα χέρια του ήταν πολύ δυνατά κι αυτό του εξασφάλιζε ένα μικρό έστω εισόδημα από τις αγγαρείες που έκανε για τον Λόρδο. Γιατί αλλιώς οι επιδόσεις του ως κηπουρός ήταν τραγικές. Σπάνια κατάφερνε να σώσει κάποιο φυτό που αρρώσταινε. Τα υπόλοιπα λουλούδια υπέφεραν κι εκείνα από την έλλειψη γνώσης και κυρίως αγάπης.
Έκανε αυτή τη δουλειά , γιατί δε μπορούσε να κάνει κάποια άλλη. Δεν ήξερε γράμματά, δεν είχε μάθει κάποια τέχνη και όταν χήρεψε η θέση του κηπουρού ήταν ο πρώτος που δέχθηκε ν’ αναλάβει καθήκοντα με το ελάχιστο δυνατό ημερομίσθιο. Όμως από την πρώτη μέρα ένιωθε εγκλωβισμένος στην αποστειρωμένη ζωή της έπαυλης – όπως ήταν φυλακισμένος και σ’ ένα σώμα αφιλόξενο- και με κάθε ευκαιρία επαναστατούσε λεκτικά, απαξίωνε καθετί που είχε να κάνει με την αριστοκρατία και τις συνήθειές της. Έβραζε το αίμα του, κόχλαζε μέσα στις διογκωμένες φλέβες του και ονειρευόταν μια μέρα να τους παρατήσει όλους και να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα. Όλη του η ενέργεια, η δίψα για ζωή έμενε κουρασμένη μέσα στα όρια του κορμιού του και σπάνια δραπέτευε σε μορφή παράλογων αντιδράσεων, φραστικών επιθέσεων και απρεπούς συμπεριφοράς. Με είχε προειδοποιήσει για τον Πατ η μαγείρισσα:
« Να χεις το νου σου στον Ιρλανδό. Δεν έχω να σου πω τίποτα άλλο για το σπίτι, μόνο αυτό. Πρόσεχε το Κλουβί και τον Ιρλανδό! Το μόνο καλό με εκείνον, είναι πως μιμείται καταπληκτικά τον Χάρολντ και γελάμε που και πού. Κατά τ’ άλλα προσοχή! Μεγάλη προσοχή! Επειδή σε λυπάμαι σου το λέω. Μοιάζεις με εύκολο θύμα για εκείνον. Θα σε βάλει στο μάτι για πολύ καιρό και δε θα ησυχάσει αν δε σε δει να κυλιέσαι γυμνή σαν κοινή πόρνη στο κρεβάτι του…»
«Εγώ τη ζηλεύω τη μικρή», πετάχτηκε η Λένα, η υπέργηρη υπηρέτρια, η πιο παλιά στο μέγαρο των Εκλστον. « Μακάρι να με φλέρταρε κάποιος κι ας έπρεπε να πληρώσω για αντίτιμο την ανοχή στους απολίτιστους τρόπους του. Ακόμα κι αυτή την ελάχιστη ψυχή που μου χει απομείνει θα την έδινα για να νιώσω επιθυμητή.
« Γιατί, δεν το ευχαριστήθηκες όταν ήσουν μικρό κοριτσάκι σαν αυτή εδώ;», είπε με νόημα, κλείνοντας το μάτι, η μαγείρισσα.
« Όχι. Δεν χάρηκα τίποτα. Γιατί όταν ήμουν νέα, δυστυχώς δεν ήμουν όμορφη. Και παρόλα αυτά πάντοτε περίμενα πως κάποτε θα βρεθεί κάποιος να νιώσει κάτι για την ασχήμια μου. Έστω και ψέματα να το κάνει. Κάποτε… κάποιος. Κι αυτό το κάποτε κι αυτός ο κάποιος δεν ήρθαν ποτέ. Και κοίτα με τώρα… Κοίτα με! Ποιος θα μπορούσε τώρα να κάνει κομπλιμέντο σε ένα τέτοιο πρόσωπο όπως το δικό μου; Ποιος;»
«Μόνο ο Χάρος…», είπε η μαγείρισσα και άρχισε να γελάει με όλη της δύναμη ενός ανθρώπου πολλών κιλών και λίγων αντιστάσεων. Και η Λένα χαμογέλασε γλυκόπικρα , κουνώντας με κατανόηση το κεφάλι της.
« Αλλά μέχρι να με φλερτάρει αυτός, πάω στο Κλουβί να καθαρίσω, γιατί υπάρχει και χειρότερος από τον Χάρο…, ο Χάρολντ… ».
Πολύ γρήγορα –και με διαφορετικό τρόπο – συστήθηκα με όλους όσοι δούλευαν στην έπαυλη .
Με έκπληξη αντιλήφθηκα πως δεν ήταν και πολλοί. Ο κύριος Χάρολντ ,η Λένα , η Μαίρη η μαγείρισσα, ο Πατ κι ένας Επιστάτης, ο Βρώμικος Μπεν -βρώμικος γιατί πάντοτε τον συνόδευε μια δυσοσμία από κοπριά και μια φήμη πως ενίοτε κάνει και «βρώμικες» δουλειές εάν του ζητηθεί και πληρωθεί αντιστοίχως. Ο Βρώμικος Μπεν ζούσε σ’ ένα μικρό παράπηγμα μέσα στα κτήματα των Εκλστον κι ερχόταν στο σπίτι μόνο όταν τον καλούσε ο ίδιος ο Λόρδος για κάποια σοβαρή υπόθεση.
Γνώρισα όμως και τα μέλη της οικογένειας:
Την Αμέλια, τη μεγάλη κόρη των Εκλστον. Μια νευρική γυναίκα, με λευκό δέρμα και ίχνη ακμής στο πρόσωπό της, τα οποία έκρυβε με κρέμες και πούδρες που φύλαγε σε αμέτρητα μικρά κουτάκια στην κρεβατοκάμαρά της. Δεν γύρισε ούτε να με κοιτάξει την πρώτη φορά, μόνο μου ζήτησε να της φέρω την ομπρέλα της γιατί ξαφνικά είχε ήλιο κι αυτό έμοιαζε να την ενοχλεί. Η πρώτη ηλιόλουστη ημέρα , μετά από εβδομάδες. Η φύση ξεκουραζόταν πριν επιστρέψει στις γνώριμες καταιγίδες.
Την παρατήρησα κρυφά, κάνοντας τις δουλειές μου, να κοιτάζει για ώρα επίμονα τον Πατ να σκαλίζει τον κήπο. Μου πέρασε στιγμιαία από το μυαλό πως μπορεί η Αμέλια να ήταν τσιμπημένη με τον άγριο Ιρλανδό, αλλά γρήγορα έδιωξα αυτή την ανόητη σκέψη. Ήμουν επηρεασμένη από τις κουβέντες που προηγήθηκαν, από τη δική μου αναστάτωση, από τη δυσκολία για ένα νέο κορίτσι να τακτοποιήσει στο νου όλα όσα βίωνε.
Η Αμέλια ήταν παντρεμένη μ’ έναν βαρόνο, αξιωματικό του βρετανικού στρατού και για την υψηλή κοινωνία αποτελούσαν πρότυπο ευτυχισμένου ζευγαριού. Αν και η ίδια δεν έδειχνε απολύτως συμφιλιωμένη με τη ζωή της. Ο άνδρας της έλειπε από τη χώρα, επιθεωρώντας το στράτευμα κι εκείνη είχε μεγάλες ψυχολογικές μεταπτώσεις.
Την είδα μέσα σε ένα λεπτό να μεταμορφώνεται από ένα αυστηρό πλάσμα που δίνει διαταγές με φωνή διαπεραστική σε μια ανήμπορη γυναίκα , που βυθίζεται σε μελαγχολικές σκέψεις και μαρμαρωμένη αδυνατεί να κουνήσει το χέρι της ή να πει έστω μια λέξη. Το πρόσωπό της άλλαζε και το δέρμα της ηρεμούσε μόνο όταν διάβαζε με τον γιο της , τον Κουίνσι. Ένα οκτάχρονο αγόρι, με αμέτρητες φακίδες στο πρόσωπο και μια αίσθηση υπεροχής κι αλαζονείας στην έκφρασή του. Η μητέρα του ένιωθε πως τα χρόνια περνούσαν και δε θα μπορούσε να κάνει άλλο παιδί κι έστω και με τις νευρωτικές κινήσεις της προσπαθούσε να του προσφέρει όση στοργή κουβαλούσε μέσα της. Ακόμα κι όταν ο μικρός της μιλούσε άσχημα ή ήταν απείθαρχος στις εντολές της, εκείνη γλύκαινε ακόμα περισσότερο και προσπαθούσε να τον κάνει φίλο της.
Μα όταν έφευγε ο Κουίνσι, τότε η Αμέλια ξαναγινόταν η κυκλοθυμική γυναίκα με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις. Ποτέ δεν ήξερα τι θα αντιμετώπιζα κάθε φορά που τη συναντούσα μέσα στο σπίτι κι αυτό με φόβιζε περισσότερο. Δεν ήξερα αν ήθελα να τη μισήσω ή να τη λυπηθώ. Θα ήμουν σίγουρη πως εκείνη ήταν η εύθραυστη κόρη της οικογένειας, για την οποία γίνονταν όλες οι θυσίες, αν δεν είχα γνωρίσει την Άγκνες.
Το πραγματικό κορίτσι με το κλουβί.
Η Άγκνες ήταν μια κοπέλα γύρω στα είκοσι, μα έδειχνε μικρότερη, ίσως και δεκαπέντε ή δεκατρία. Ήταν λεπτή και ψηλή με ολόισια καστανά μαλλιά που ήθελε να τα αφήνει ελεύθερα , μα η αδερφή της συνεχώς τη μάλωνε να τα πιάνει κότσο. Δεν είχα ξαναδεί τόσο λευκό δέρμα, δεν ξέρω αν υπήρχε πουθενά στη Βρετανία ή σε ολόκληρο τον κόσμο τέτοια επιδερμίδα σαν νεογέννητου μωρού. Προσπαθούσα να βρω την κατάλληλη λέξη που ταίριαζε στην όψη της ,παίδευα το μυαλό μου με τι θα μπορούσε αλήθεια να έμοιαζε κάτι τόσο απόκοσμο όπως εκείνη.
Και το βρήκα! Η Άγκνες έμοιαζε σα να ήταν φτιαγμένη από βαμβάκι. Ναι, από βαμβάκι! Ακόμα και οι κινήσεις της ήταν αβρές, απαλές, άγγιζε το φλιτζάνι κι ήταν σαν να τσαλακώνεται η σάρκα της πάνω στην παντοδύναμη πορσελάνη. Φοβόμουν να την αγγίξω μη τυχόν και μου πάθει το οτιδήποτε, μη σπάσει κάτι μέσα της.
Ακόμα και η φωνή της πρόδιδε ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα, χωρίς αντοχές και δύναμη. Σπάνια την άκουγα να μιλά. Συνήθως για να πει «ευχαριστώ» ή να ζητήσει λίγο τσάι ακόμα. Στις ερωτήσεις της αδερφής και του πατέρα της απαντούσε συνήθως μονολεκτικά κι εκείνοι έδειχναν κατανόηση στο λιγομίλητο κορίτσι και δεν επέμεναν στις ερωτήσεις τους. Στεκόμουν από πίσω της ενώ καθόταν στον κήπο, περίμενα να μου ζητήσει κάτι – συνήθως ήθελε ένα βιβλίο από το δωμάτιο της ή μισό (μόνο μισό) κουλουράκι βανίλια από αυτά που έφτιαχνε η Μαίρη η μαγείρισσα. Την παρατηρούσα. Ποτέ δε θα φανταζόμουν, όσο ζούσα στο χωριό μου και στη μικρή μας ασφαλή κοινωνία , πως κάπου στον κόσμο θα υπήρχε ένα τόσο παράξενο πλάσμα όσο η Άγκνες. Και πως η ζωή αυτού του πλάσματος που έμοιαζε καμωμένο απ’ άλλο σύμπαν, θα εξαρτιόταν από ένα άλλο αλλόκοτο πλάσμα που κατοικούσε μέσα σ’ ένα κλουβί.
Το Κλουβί… αχ, το Κλουβί…
Όλη η ζωή στην έπαυλη των Εκλστον κινούνταν γύρω απ’ το Κλουβί. Ήταν η «ιερή» λέξη του σπιτιού, κάτι παραπάνω ίσως κι από Θεός. Ενώ όλα τα υπόλοιπα κινούνταν μηχανικά, από μια κεκτημένη ταχύτητα- ή μάλλον βραδύτητα- δεκαετιών, το Κλουβί ήταν εκείνο που απαιτούσε προσοχή, που προκαλούσε άγχη, εγρήγορση και θυσίες.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που μου ανετέθη να αναλάβω εγώ εξολοκλήρου τη βάρδια βόλτας στο Κλουβί.
Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκα ελάχιστα, σαν εφιάλτης ερχόταν η μορφή του πτηνού και με αναστάτωνε. Σηκωνόμουν απότομα από το κρεβάτι και κοιτούσα τριγύρω μου την καταθλιπτική αποθήκη που έμοιαζε όμως με όαση μπροστά σε στις φοβιστικές εικόνες του δωματίου με το πουλί που έπλαθε το μυαλό μου όταν έκλεινα τα μάτια. Δεν ήθελα να κοιμηθώ, γιατί τα όνειρά μου ήταν πια στοιχειωμένα από μια πραγματικότητα που δε μπορούσα να εξηγήσω, μα έπρεπε να την υπηρετήσω τυφλά, πιστά, χωρίς δισταγμούς κι ερωτήσεις. Στα όνειρα μου ο Λόρδος Εκλστον κι ο κύριος Χάρολντ γίνονταν ακόμα πιο επικίνδυνοι κι σκληροί μαζί μου. Με απειλούσαν ξεκάθαρα. Χωρίς περιστροφές:
«Αν πεθάνει το πουλί , θα πεθάνει και το κορίτσι» «Θα πεθάνει η Άγκνες, το καταλαβαίνεις;» «Αν πεθάνει το πουλί, θα πεθάνει κι εκείνη» « Και τότε θα πεθάνεις κι εσύ!» «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!», «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!» «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!»
Ξημέρωσε. Κι ενώ πάντοτε ο ήλιος φέρνει την ελπίδα, στο σπίτι αυτό ένιωθα πως έφερνε τη θλίψη. Σέρβιρα το πρωινό και τα χέρια μου έτρεμαν. Ο κύριος Χάρολντ το είχε προσέξει- τα πρόσεχε όλα , σαν αρπαχτικό που παραμόνευε για κάποιο λάθος, για κάποια αδύναμη στιγμή, για κάποιο θύμα. Έδειχνε ν’ απολαμβάνει τη νευρικότητά μου, τον πρόδηλο φόβο μου κι από μια κρυφή σαδιστική ορμή μου ανέθετε όλο και περισσότερες δουλειές και μου μιλούσε όλο και πιο αυστηρά με το παγωμένο του βλέμμα.
« Φαντάζομαι πως δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω ΑΚΟΜΑ κι αυτό, δεσποινίς Μαίρη. Θα έπρεπε ΗΔΗ από μόνη σας να έχετε πλύνει τα χέρια σας και να κατευθύνεστε προς το Κλουβί!»
«Μα εσείς μου είπατε να φτια….» προσπάθησα να δικαιολογηθώ, αλλά με διέκοψε με τρόπο προσβλητικό.
«Ξυπνήστε! ΞΥΠΝΗΣΤΕ , ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΜΑΙΡΗ! Δεν βρίσκεστε στο θλιβερό χωριό σας, αλλά στο μέγαρο του Λόρδου Έκλστον! Αν δε μπορείτε να το καταλάβετε αυτό, μαζέψτε πάραυτα τα πράγματά σας , γιατί σε πέντε λεπτά από τώρα σας πετάω έξω. Και σας έχω ενημερώσει από την αρχή πως τα πέντε λεπτά εδώ ισοδυναμούν με τρία λεπτά. Τα υπόλοιπα δύο είναι μόνο για ασφάλεια. Και δε θέλω να σας προσφέρω καμία ασφάλεια. Έγινα κατανοητός;»
Ο κύριος Χάρολντ ήταν ένα μαύρο λυσσασμένο σκυλί που δεν είχε καμία αναστολή να σε συνθλίψει , να σε κάνει να νιώσεις σκουπίδι. Αυτό ήταν και το μοναδικό του ενδιαφέρον στη ζωή. Έφυγα γρήγορα, χωρίς να πω άλλη κουβέντα. Με περίμενε το Κλουβί.
Ακολούθησα το στενόμακρο διάδρομο, δεξιά της κεντρικής σκάλας . Στο βάθος έβλεπα την μεγάλη ξύλινη πόρτα του δωματίου. Κι όλο και πλησίαζα, όλο και πλησίαζα…
«ΘΕΕΕ ΜΟΥ!» Ξαφνικά μια σκιά πετάχτηκε μέσα από ένα δωμάτιο και με άρπαξε από τον ώμο. Τρόμαξα τόσο πολύ που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την κραυγή μου.
«Σε φόβισα, ομορφούλα;» Ήταν ο Πατ, αυτός αξύριστος αγύρτης.
Προσπάθησα να συνέλθω. Ένιωθα ολόκληρο το σώμα μου να τρέμει. Κοίταξα με τρόπο στο πάτωμα μήπως από το φόβο μου είχε ξεφύγει κάτι που θα μ’ έκανε να ντρέπομαι για πάντα.
« Σε τρομοκρατεί το Κλουβί, ε; Πάντως περίμενα πως μετά τα χθεσινοβραδινά θα ήσουν λίγο πιο χαλαρή σήμερα»
Τον κοίταξα με το πιο άγριο βλέμμα που είχα πρόχειρο μέσα στην θολή μου σκέψη.
« Χθες βράδυ το κρεβάτι σου ήταν πολύ ανήσυχο. Έβγαζε ωραία μουσική. Για πες μου όμως… Είχες επισκέψεις ή το γλεντούσες μόνη σου;»
« Με κρυφακούς;»
« Θα σου άρεσε κάτι τέτοιο;», μου απάντησε μ’ ένα χυδαίο χαμόγελο.
Θέλησα αμέσως να τον χτυπήσω, δεν είχα άλλον τρόπο ν’ αντιδράσω στη δική του βία. Όμως του γύρισα απότομα την πλάτη, γιατί ο νους μου επανήλθε στην κατάσταση πανικού που είχε να κάνει αποκλειστικά και μόνο με τα καθήκοντά μου στο Κλουβί.
« Πάντως, όποτε θελήσεις, είμαι διαθέσιμος τα βράδια. Μπορώ να διακόψω τη μελέτη μου… χαχαχα!» μου φώναξε γελώντας ανάρμοστα , καθώς κατευθυνόμουν αποφασισμένη προς το δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου.
Στάθηκα μπροστά από την πόρτα. Κοίταξα πίσω μου. Ο Ιρλανδός είχε φύγει. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Ακούμπησα το πόμολο, χωρίς να το κατεβάσω. Πήρα άλλη μια ανάσα. Άνοιξα αργά την ξύλινη πύλη:
Το άδειο δωμάτιο και στο βάθος το Κλουβί. Ήμουν μόνη μου με το Κλουβί, υπεύθυνη για εκείνο και για τη ζωή της Άγκνες. Ποτέ δεν είχα υπάρξει μέχρι τότε υπεύθυνη για τη ζωή κανενός. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλάζει ολόκληρος ο κόσμος σου. Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Τίποτα δεν έχει την ίδια σημασία, την ίδια βαρύτητα.
Πλησίασα το Κλουβί με βήματα αθόρυβα. Το πανέμορφο ολόλευκο πτηνό έμοιαζε να με περιμένει. Επανέλαβα από μέσα μου όλες τις εντολές που είχα λάβει για την ακριβή διαδικασία. Τις ακολούθησα κατά γράμμα. Μόλις βεβαιώθηκα για τρίτη φορά πως η πόρτα πίσω μου ήταν κλειστή, το ίδιο και τα παράθυρα πλησίασα το Κλουβί. Έκανα την προσευχή μου να μη συμβεί κάτι κακό. Άνοιξα τη μικρή θύρα που απελευθέρωνε το πουλί…
Κι εκείνο ξαφνικά άρχισε να πετά μέσα στο δωμάτιο. Να κάνει απότομες πτήσεις πάνω από το κεφάλι μου , να βουτά προς το πάτωμα και με μιας να βρίσκεται στο ταβάνι, να ανοίγει τα φτερά του και να στριφογυρίζει σα τρελό μέσα στους τέσσερις φρεσκοβαμμένους τοίχους. Κι όποτε σταματούσε, έμοιαζε να με κοιτάζει στα μάτια. Δε ξέρω ακριβώς τι είδους υπερφυσικές δυνάμεις είχε αυτό το πλάσμα, μα η ματιά του με ακινητοποιούσε και μου προκαλούσε δέος.
Έβγαλα από την τσέπη της ποδιάς μου, όπως ακριβώς όφειλα βάσει προγράμματος, ένα μικρό σκουλήκι. Ένα ζωντανό σιχαμένο ζωύφιο, απ αυτά που έφερναν στον Λόρδο από μια περιοχή της Ουαλίας. Μου έμοιαζε ίδιο με όλα τα σκουλήκια του κόσμου, αλλά ο κύριος Χάρολντ με είχε προειδοποιήσει πως οι Εκλστον πλήρωναν πολύ ακριβά την αγορά της συγκεκριμένης κατηγορίας σκουληκιών και πως έπρεπε να προσέχω ,γιατί καθένα απ αυτά κόστιζε μια μικρή περιουσία. Το άφησα στο καλογυαλισμένο πάτωμα. Το πουλί στάθηκε απέναντί του και με μια θανάσιμη βουτιά το γράπωσε με το ράμφος του.
Έμοιαζε ευχαριστημένο που είχε ικανοποιήσει τα ένστικτά του και γι αυτό για τα επόμενα λεπτά καθόταν ακίνητο σε μια γωνιά του δωματίου κι απολάμβανε το κυνήγι του και κατόπιν την πέψη στο μικροσκοπικό λευκό σώμα του. Καθώς περνούσε η ώρα , άρχισα πάλι να προσεύχομαι, γιατί αυτό που φοβόμουν περισσότερο ήταν η τελική ευθεία της διαδικασίας. Άρχισα από μέσα μου να του μιλάω, να το εκλιπαρώ να με βοηθήσει «Σε παρακαλώ, μπες πάλι ήσυχα στο κλουβί σου. Μη μου δημιουργήσεις κάποιο πρόβλημα, σε ικετεύω…». Κι όσο δεν είχα κανένα απτό δείγμα συνεργασίας από εκείνο, τόσο πιο πολύ του μιλούσα « Σε παρακαλώ , σε παρακαλώ… έτσι όπως κάθεσαι και με κοιτάς, πετά προς το Κλουβί και μπες μέσα. Όπως κάνεις πάντα, όπως κάνεις με όλους, μη με δυσκολέψεις , σε παρακαλώ… σε παρακαλώ… όχι σε μένα, όχι… σε παρακαλώ…».
Όταν πια είχα κουραστεί κι είχα αρχίσει να φτιάχνω μαύρα σενάρια στο μυαλό μου, το ολόλευκο πουλί έκανε μια απότομη κίνηση και μπήκε μόνο του μέσα στο πολυτελές κλουβί του. Δεν το πίστευα! Γρήγορα ασφάλισα το σιδερένιο πορτάκι. Έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισα να του ψιθυρίζω μ’ ευγνωμοσύνη
«σ’ ευχαριστώ… σ’ ευχαριστώ πολύ» . Ήμουν επιτέλους ανακουφισμένη. Ο εφιάλτης είχε τελειώσει.
Μέχρι τον επόμενο.
—————————————————————————————————————————-
«Τσακιστείτε κι ελάτε εδώ αμέσως , δεσποινίς Μαίρη!».
Ο κύριος Χάρολντ κρατούσε με τα δυο του χέρια τη μεγάλη πιατέλα με τον καπνιστό σολομό κι όταν έπρεπε να κάνει κι εκείνος το παραμικρό, εκτός απ’ το να δίνει εντολές, γινόταν ακόμα πιο εριστικός και προσβλητικός στη συμπεριφορά του. Είχαμε ενημερωθεί πως αργά το μεσημέρι θα επέστρεφε από το μέτωπο ο σύζυγος της Αμέλιας. Έπρεπε να ετοιμάσουμε μια υποδοχή με καλό φαγητό , επιλεγμένο κρασί, να παραταχθούμε στον κήπο και μαζί με την οικογένεια και τους καλεσμένους της να επευφημήσουμε τον αντισυνταγματάρχη που γυρνούσε μετά από μήνες στο σπίτι του.
«Λόρδε μου, δυστυχώς στο κελάρι έχουν μείνει μόνο δυο μπουκάλια κρασί απ’ αυτά που ζητήσατε», είπε με ύφος απολογητικό ο κύριος Χάρολντ
« Μόνο δύο; Γιατί μόνο δύο;» ρώτησε εκνευρισμένος ο Εκλστον.
«Με όλο το θάρρος, Λόρδε μου… Ξέρετε πως οι παραγγελίες μας πια είναι περιορισμένες. Μας φέρνουν μόνο όσα μπουκάλια ζητήσουμε… κι αυτοί δεν θέλουν επί πιστώσει να…»
«Αρκεί!» τον διέκοψε με τον ίδιο άκομψο τρόπο που διέκοπτε κι όλους εμάς ο κύριος Χάρολντ και η φωνή του άρχισε κλιμακωτά να φτάνει στα όρια της υστερίας « Γνωρίζω πολύ καλά την κατάσταση, δε χρειάζομαι περιττές υπενθυμίσεις από σένα! Στείλε τον κουτσό να πάει να μας φέρει όσα ακριβώς χρειαζόμαστε! Δε μπορεί να υποδέχομαι τον γαμπρό μου που επιστρέφει από τον πόλεμο και να μην έχω να προσφέρω λίγο καλό κρασί στους καλεσμένους μου. Να τα γράψουν στα τεφτέρια τους! Δε θα τα χάσουν τα λεφτά τους! ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΖΟΥΣΑΝ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΧΡΕΙΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ! ΑΠΟ ΕΜΑΣ! ΚΑΙ ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΜΑΣ ΔΩΣΟΥΝ ΕΝΑ ΚΑΣΟΝΙ ΚΡΑΣΙ? ΕΧΕΤΕ ΤΡΕΛΑΘΕΙ ΟΛΟΙ ΣΑΣ ΠΙΑ? ΟΛΟΙ? ΣΤΕΙΛΕ ΤΟΝ ΙΡΛΑΝΔΟ ΤΩΡΑ! ΤΟ ΑΚΟΥΣΕΣ? ΤΩΡΑ!»
Ο κύριος Χάρολντ ήταν κάτωχρος όταν έκλεισε πίσω του την πόρτα του γραφείου. Ήρθε κοντά μου, ξεροκατάπιε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Παράτα τα όλα και βρες μου τον Πατ. Σε πέντε λεπτά πρέπει να έχει φύγει για την πόλη. Κουνήσου!»
Μας ειδοποίησαν πως η άμαξα θα έφτανε τελικά στην έπαυλη νωρίς το απόγευμα. Ευτυχώς είχε σταματήσει να βρέχει από νωρίς κι έτσι όλοι περίμεναν στον κήπο. Στρώσαμε τα τραπέζια, βάλαμε τις πιατέλες, τοποθετήσαμε τα λουλούδια. Όλοι έδειχναν ενθουσιασμένοι, ακόμα και ο Λόρδος ο οποίος λίγο πιο πριν έμοιαζε να βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση. Είτε προσποιούνταν πολύ καλά για να μην στεναχωρήσει την Αμέλια είτε όντως είχε παρασυρθεί κι εκείνος από την διασκεδαστική ελαφρότητα των κοινωνικών συναναστροφών. Έλεγε ευτράπελες ιστορίες από τη δική του πείρα ως στρατιωτικός κι οι συνδαιτυμόνες απολάμβαναν τις γλαφυρές του διηγήσεις και το φανέρωναν με εξεζητημένα ανδρικά γέλια και αριστοκρατικά γυναικεία κακαρίσματα. Κάθε ιστορία του Λόρδου τελείωνε αυθαίρετα με μια αναφορά στον εγγονό του:
«Κι όλα αυτά έγιναν για να μπορώ σήμερα να στέκομαι απέναντί σας και να καμαρώνω για τον νεαρό που βλέπετε, τον συνεχιστή της οικογενειακής μας παράδοσης. Έλα εδώ Κουίνσι, αγόρι μου!» Κι ένα χαμόγελο να σχηματίζεται ανάμεσα στις χιλιάδες στριμωγμένες φακίδες του μικρού και το λεπτεπίλεπτο σώμα του να μοιάζει ξαφνικά λίγο πιο ψηλό, λίγο πιο κορδωτό κι αρχοντικό.
Κι εγώ να τρέχω, να προσπαθώ να τα προλάβω όλα. Να εκνευρίζομαι που η Λένα , λόγω ηλικίας ήταν τόσο αργή στις κινήσεις της. Ένιωθα όμως πως δεν ήταν η κατάλληλη περίσταση για να κάνω τα παράπονά μου στον κύριο Χάρολντ. «Αλίμονο σας αν ξεχάσατε πώς έχετε να καθαρίσετε και το Κλουβί», μου υπενθύμισε με το γνωστό ειρωνικό ύφος του.
Όλα τα άντεχα, όσες δουλειές κι αν μου ανέθεταν , αλλά και μόνο στο άκουσμα της λέξης «κλουβί», η ψυχή μου πιανόταν κι ένα βαρύ σύννεφο με ακολουθούσε σε κάθε βήμα.
Η Άγκνες καθόταν όπως πάντα σιωπηλή σε μια γωνιά και κοιτούσε την αδερφή της να χαριεντίζεται με τις υπόλοιπες προσκεκλημένες. Η Αμέλια απολάμβανε το ότι ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, η ευτυχισμένη γυναίκα που περίμενε καρτερικά τον σύζυγό της και επιτέλους μετά από καιρό θα τον έσφιγγε στη αγκαλιά της. Όλο αυτό ακουγόταν ρομαντικό, τρυφερό, με μια δόση γενναιότητας, κατάλληλο για μια ευγενή όπως εκείνη.
«Έρχεται , έρχεται!» ακούστηκε μια φωνή από το βάθος κι όλοι μαζεύτηκαν για να δουν από κοντά την συγκινητική επιστροφή του βαρόνου Κλίφορτ Ρος.
Από την άμαξα κατέβηκε ένας άνδρας. Όπως έπεφτε ο ήλιος στα πρόσωπά μας, δε μπορούσαμε να διακρίνουμε καθαρά το πρόσωπο. Προσπάθησα να δω σκεπάζοντας διακριτικά το μέτωπο για να μη με τυφλώνει το φως. Ήμουν πολύ περίεργη να δω πως έμοιαζε ο σύζυγος της κυρίας μου. Όλοι βλέπαμε μόνο μια φιγούρα που κατέβηκε με δυσκολία τα δυο μικρά σκαλιά της άμαξας κι άρχισε να περπατά προς το μέρος μας.
Μα…έμοιαζε παράξενο… αδιανόητο… ήμουν σίγουρη πως η σιλουέτα αυτή ήταν… του Πατ! Ένας άνδρας που κούτσαινε. Και μάλιστα πολύ. Στα μισά του δρόμου άρχισε να χρησιμοποιεί -για να σταθεί καλύτερα- ένα ραβδί που μέχρι εκείνη τη στιγμή κρατούσε στο αριστερό του χέρι. Τι δουλειά είχε ο Πατ στην άμαξα του κυρίου;
Αλλά δεν ήταν ο Πατ. Ήταν ο ίδιος ο βαρόνος Κλίφορτ Ρος.
Ένας άνδρας με σκούρα μαλλιά που ξεκινούσαν χαμηλά από το μέτωπό του , χτενισμένα προσεκτικά προς τα πίσω, μ’ ένα λεπτό μαύρο μουστάκι κι ένα μπαστούνι που τον υποβοηθούσε να περπατήσει…
Οι καλεσμένοι έμειναν άναυδοι. Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Η Αμέλια κοιτούσε αποσβολωμένη. Ένα υπόκωφο επιφώνημα ακούστηκε μόλις ο βαρόνος σκόνταψε σε μια μικρή πέτρα κι φάνηκε να χάνει την ισορροπία του. Έκανε νόημα όμως με το χέρι του πως ήλεγχε την κατάσταση και συνέχισε να πλησιάζει την ομήγυρη. Όλοι βρίσκονταν μπροστά σ’ ένα θέαμα για το οποίο κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος. Μόνο το πρόσωπο της Άγκνες παρέμενε ίδιο, χωρίς μορφασμούς κι εκπλήξεις. Δεν ήμουν καν σίγουρη αν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.
Αφού κανείς δε μιλούσε, ο Λόρδος Εκλστον αποφάσισε να σπάσει την σιωπή. «Καλώς ήρθες στο σπίτι σου , στρατιώτη!», είπε με στεντόρεια φωνή.
Ο βαρόνος έκανε με δυσκολία ένα τελευταίο βήμα και στάθηκε απέναντί του. « Ο αρχηγός πρέπει να είναι πάντα πρώτος στη μάχη. Ευτυχώς οι εχθροί μας είναι τόσο ανόητοι κι συνάμα άσχετοι στο σημάδι που αντί να με πετύχουν στην καρδιά , μετά βίας τους έκανα τη χάρη να με βρουν στο πόδι. Αλλά τι νόημα έχει ο πόλεμος αν δεν κουβαλάς έστω και μια σφαίρα στο κορμί σου; Καλώς σας βρήκα λοιπόν!» είπε με λόγια που δε μου φανήκαν αυθόρμητα – αντιθέτως θα έλεγα πως τα είχε μελετήσει και τα είχε κάνει πρόβα πολλές φορές πριν την σημερινή υποδοχή. Οι φράσεις αυτές όμως ξεκλείδωσαν το μουδιασμένο κοινό κι έσπασαν την αβάσταχτη σιωπή του.
«Ω, Κλίφορτ!» φώναξε με τη δέουσα υπερβολή η Αμέλια κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Και οι καλεσμένοι άρχισαν να χειροκροτούν σαν να έβλεπαν αυτοσχέδια θεατρική παράσταση.
Μέσα σε λίγες μόνο μέρες το σπίτι είχε επιστρέψει στη γνώριμη καθημερινότητά του. Δεν ξέρω τι έλεγαν στο δωμάτιό τους ο βαρόνος με τη σύζυγό του, μα η Αμέλια έδειχνε ξανά την ίδια κυκλοθυμία. Μόνο η ενασχόληση με τον Κουίνσι της έφτιαχνε το κέφι και τις υπόλοιπες ώρες ή γκρίνιαζε ή κυλούσε σε σκοτεινές σκέψεις και κλεινόταν στον εαυτό της.
Ο Κλίφορτ Ρος έμοιαζε πολύ με τον κύριο Χάρολντ. Έβγαζε όλη την εσωτερική έντασή του σε μένα. Δε με άφηνε να κάτσω ούτε λεπτό, υπήρχε πάντοτε κάτι να μου ζητήσει. Κι όταν του το έφερνα με έστελνε ξανά πίσω για να το κάνω σωστά « Όχι, δεν τρώω εγώ τέτοιες βλακείες. Να πας να βρεις τη Λένα, που ξέρει, για να σου πει τι σερβίρουμε στον βαρόνο για απογευματινό. Δε θα κάνετε του κεφαλιού σας εδώ πέρα!».
Δε γνώριζα αν ήταν πάντοτε τόσο παράξενος ή αν οι κακοί τρόποι του οφείλονταν στον τραυματισμό του και στη δυσθυμία που του γεννούσε. Μα όλες αυτές οι καταστάσεις που βίωνα, οι καθημερινές δυσκολίες, έμοιαζαν με μικρές παροδικές μπόρες, μπροστά στην πραγματική μου αγωνία. Μπροστά στον τρόμο που με κατάκλυζε με οτιδήποτε αφορούσε στο Κλουβί.
Είχα ακούσει κατά λάθος τη συνομιλία του Λόρδου με τον Βρώμικο Μπεν. Οι Εκλστον πούλησαν ένα κτήμα τους στην κορυφή του λόφου για να πληρώσουν τους Δανούς που θα έστελναν ένα νέο, πιο εξελιγμένο από εκείνο των Γάλλων και πιο ασφαλές Κλουβί . Κι όταν έμπαινα στο δωμάτιο με το πουλί, ένιωθα σε ολόκληρο το σώμα την ευθύνη των πράξεών μου. Ποτέ δε μπορούσα να ησυχάσω, να εκτελέσω μηχανικά κι αμέριμνα τα καθήκοντά μου. Κάθε φορά έκανα την προσευχή μου να μην πάει κάτι στραβά. Κάθε φορά μιλούσα από μέσα μου στο πουλί και το παρακαλούσα να επιστρέψει στο σιδερένιο σπίτι του και να μη βάλει σε κίνδυνο τη ζωή της Άγκνες. Νομίζω πως άρχισα κι εγώ να το αντιμετωπίζω σα να ήταν μια θεότητα, να το περιβάλω με μια ιερή συμπεριφορά, που δεν είχε να κάνει αποκλειστικά με το αντικείμενο της εργασίας μου. Το λευκό πτηνό με τα μαύρα μάτια ήταν ένας μικρό θεός που μπορούσε να αποφασίζει, να καθορίζει, να επιβραβεύει και να… τιμωρεί.
Δεν είχα καταφέρει να βγάλω κάποιο λογικό συμπέρασμα, γιατί μπορεί να συνέβαιναν όλα αυτά. Τι ήταν ακριβώς αυτό το πλάσμα, γιατί η τύχη του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή του κοριτσιού, με τη ζωή κι άλλων ανθρώπων, γιατί απαιτούσε θυσίες κι ευλαβική αφοσίωση.
Είχα τολμήσει με διαφορετικούς τρόπους να ρωτήσω την μαγείρισσα ή την Λένα, τις μοναδικές που είχα το υποτυπώδες θάρρος να προσεγγίσω.
Στην αρχή απαξιούσαν να μου απαντήσουν «Να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ» ήταν η απάντηση της Μαίρης ( ή σκέτο της «χοντρής» όπως την αποκαλούσε ο βαρόνος όταν μιλούσε για εκείνη στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και δεν γνώριζε πως εγώ τον άκουγα από την ανοιχτή πόρτα).
Στη συνέχεια η άρχισαν να μου απαντούν γενικά κι αόριστα, μπλέκοντας τα λιγοστά όπλα που διέθεταν στο λεξιλόγιό τους με επιφωνήματα, αναστεναγμούς και βλέμματα γεμάτα κρυμμένα νοήματα. Με τον καιρό κατάλαβα πως ο λόγος που δε μου απαντούσαν ξεκάθαρα δεν ήταν πως με υποτιμούσαν επειδή ήμουν μικρή και καινούρια στο σπίτι, ούτε επειδή δε μπορούσαν να μ’ εμπιστευτούν. Πολύ απλά ο λόγος ήταν πως και οι ίδιες… δεν ήξεραν.
Με τον καιρό όμως άρχισαν να ξεθωριάζουν και τα δικά μου ερωτηματικά.
Ιδίως από την στιγμή που ο κύριος Χάρολντ έδιωξε από το σπίτι τη Λένα, δεν είχα χρόνο ούτε να συζητήσω, ούτε να σκεφτώ τίποτα πέρα από τα απολύτως απαραίτητα. Έπεφτα στο σάπιο κρεβάτι και κοιμόμουν πριν προλάβω καλά καλά να βγάλω τα ρούχα μου.
Θυμάμαι τη Λένα να κλαίει και να οδύρεται όταν της ανακοίνωσε πως έπρεπε να φύγει από την έπαυλη. «Και που να πάω τώρα; Δεν έχω κανέναν στον κόσμο… Που να βρω δουλειά; Ποιος θα με πάρει εμένα σ’ αυτή την ηλικία;» έλεγε με το βαθύ παράπονο που είχα ακούσει ποτέ. Και δε μπορούσα να καταλάβω γιατί την έδιωχναν. «Γιατί είναι τόσα πολλά τα έξοδα του, που δε μπορεί ούτε τις πενιχρές μου λίρες να πληρώσει!» μου απάντησε η Λένα, με λέξεις που έβγαιναν δύσκολα ανάμεσα στο γοερό της κλάμα. Μου φάνηκε παράλογο να μην έχει χρήματα ο Λόρδος. «Γιατί εσένα, μικρή μου, σ’ έχει πληρώσει;», με ρώτησε και μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω πως ήδη είχε περάσει περισσότερος καιρός από τους μήνες δοκιμής και δε μου είχε γίνει καμία νύξη για πληρωμή.
Ταυτόχρονα όμως άρχισα να κάνω υπολογιστικές σκέψεις. Η νέα κατάσταση με εδραίωνε ακόμα περισσότερο στο σπίτι. Αφού έφευγε η Λένα θα έμενα εγώ η μοναδική υπηρέτρια στην έπαυλη και θα μπορούσα να πάρω τα χρήματα που μέχρι τότε έπαιρνε εκείνη. Θα τους ήμουν απολύτως απαραίτητη. Αυτός ο συλλογισμός ξαφνικά με ηρέμησε. Μέσα στο βαρύ κλίμα και στη στεναχώρια της ηλικιωμένης γυναίκας που έμενε ξαφνικά στο δρόμο, εγώ ένιωθα λίγο πιο ασφαλής. Όσο ασφαλής μπορούσε να είναι κανείς σ’ ένα τέτοιο σπίτι , όπου κάθε μέρα διακυβευόταν μια ανθρώπινη ζωή. Ίσως και περισσότερες.
Κι έτσι άρχισα να δουλεύω με ακόμα πιο εντατικούς ρυθμούς για να τα προλάβω όλα. Κι ο κύριος Χάρολντ να μην είναι ποτέ ευχαριστημένος και να μη χάνει καμία ευκαιρία για να με μειώσει και να υπερτονίσει τις αδυναμίες μου. Δεν είχα χρόνο όμως πια για να δώσω περισσότερη σημασία. Δεν είχα και μυαλό. Όλη μου η σκέψη βρισκόταν στο Κλουβί και στην αποκλειστική ευθύνη που είχα πλέον για εκείνο.
Τη δική μου νέα υπερφορτωμένη ρουτίνα , τη βαρετή καθημερινότητα του αγχωμένου Λόρδου, της απρόβλεπτης Αμέλιας, της σιωπηλής Άγκνες, του κακόβουλου βαρόνου και του ανάγωγου κληρονόμου Κουίνσι, διέκοψε ένα συμβάν που σήμερα μου μοιάζει ενδεικτικό όλων των τραγικών γεγονότων που θ’ ακολουθούσαν.
Ο βαρόνος Κλίφορτ Ρος πάσχιζε να συνηθίσει την απαραίτητη παρουσία του μπαστουνιού στη ζωή του. Συχνά το παρατούσε στην καρέκλα κι έκανε προσπάθειες να περπατήσει μόνος του, χωρίς υποστήριξη.
Εκείνο το πρωινό, που παραπάτησε και σωριάστηκε στο γρασίδι έτυχε να τον δει ο Πατ, ο οποίος προσποιούνταν πως κλάδευε τους θάμνους, αλλά στην πραγματικότητα κρυβόταν πίσω από αυτούς για να απολαύσει τον καπνό που είχε αγοράσει το προηγούμενο βράδυ στην πόλη από έναν περιπλανώμενο πωλητή. Τη στιγμή που ο βαρόνος βρέθηκε ανάσκελα, ανήμπορος ν’ αντιδράσει στο έδαφος, ο Πατ άρχισε από μακριά να γελά με όλη τη του τη δύναμη, με όση σαρκαστική ένταση κρυβόταν μέσα του.
«Είναι τρελός, τι κάνει;» αναρωτήθηκα φωναχτά, καθώς έτρεξα στο παράθυρο να δω τι συμβαίνει. Κανείς δεν ξεκαρδιζόταν στα γέλια στο σπίτι αυτό.
Ο βαρόνος κατάφερε να σηκωθεί. Ήταν οργισμένος, ταπεινωμένος κι ανασφαλής. Σουλούπωσε κάπως άγαρμπα τα μαλλιά του που έπεφταν κωμικά στο πρόσωπό του κι ενώ τα γέλια συνέχιζαν ν’ αντηχούν σ’ ολόκληρη την αυλή, πλησίασε κουτσαίνοντας τον Πατ.
Το ένιωθα πως κάτι κακό θα γινόταν.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Να φωνάξω τον κύριο Χάρολντ; Ποιόν άλλον; Και τι να πω; Ποιόν να προστατέψω; Και οι δύο τους μου φέρονταν απαίσια. Ίσως να αντιπαθούσα τον Ρος περισσότερο. Ίσως ασυναίσθητα να με κολάκευαν , να με σκανδάλιζαν τα ερωτικά υπονοούμενα και η αρρενωπή συμπεριφορά του κηπουρού. Ίσως και όχι. Ίσως να τον μισούσα περισσότερο ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Που δε μπορούσα να ανταποκριθώ, να βρω κι εγώ ένα σημείο επαφής. Ήμουν ξανά μπερδεμένη. Κι αντί να κάνω κάτι έμεινα να κοιτάζω από ψηλά, απ το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας κρατώντας στα χέρια μου πλυμένα σεντόνια και μαξιλαροθήκες.
Ο βαρόνος στάθηκε απέναντι από τον προκλητικά ευδιάθετο Ιρλανδό, ο οποίος έδειχνε αποφασισμένος να οδηγήσει την κατάσταση στα άκρα και δεν έλεγε να σταματήσει να γελά.
Ο βαρόνος άρχισε να κουνά το μπαστούνι του νευρικά. Θα τον χτυπούσε… Σίγουρα θα τον χτυπούσε! Το μπαστούνι ήταν έτοιμο να κάνει τη ζημιά. Το σήκωσε και… το ακούμπησε απειλητικά πάνω στο λαιμό του Πατ. Κι εκείνος απότομα σταμάτησε να γελά. Το ξύλινο ραβδί έδειχνε καρφωμένο πάνω στο δέρμα και του εμπόδιζε την αναπνοή. Άλλη μια κίνηση να γινόταν και θα ξεσπούσε η μάχη. Μάχη ανεξέλεγκτη μεταξύ δύο ανδρών που έμοιαζαν να μην έχουν τίποτα ουσιαστικά κοινό μεταξύ τους. Κι όμως εκεί έξω, οι φιγούρες και η μοίρα τους έμοιαζαν ίδιες. Ανατριχιαστικά ίδιες.
«Φύγε , Μαίρη! Θέλω να ξαπλώσω…», μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιο η Αμέλια. Απομακρύνθηκα γρήγορα από το παράθυρο για να μην καταλάβει τι παρακολουθούσα. Ή αναστάτωσή μου δεν έγινε αντιληπτή, γιατί για άλλη μια φορά η κυρία ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Ένα πρόσωπο χλωμό, άκεφο, με μάτια, στόμα και μύτη που κρέμονταν αποκαμωμένα πάνω σε μια θλιμμένη μάσκα. Ήλπιζα να μην ακούσει τίποτα απ’ όσα θα γίνονταν έξω. Η εικόνα του τραυματισμένου συζύγου της να σέρνεται στο χώμα από τα χτυπήματα του Πατ, θα την οδηγούσε στην πλήρη κατάρρευση.
«Στρώσε το και σήκω και φύγε!» μου είπε με σπασμένη φωνή, που έμοιαζε περισσότερο να υπηρετεί μια παράκληση. Κι εγώ από μέσα μου, όση ώρα έφτιαχνα το κρεβάτι, παρακαλούσα να μη συμβεί κάτι τα επόμενα δευτερόλεπτα που κυλούσαν αργά μέσα στη σιωπή. Η εκκωφαντική σιωπή πριν την έκρηξη. «Φύγε τώρα…» μου είπε και πριν προλάβω να κλείσω την πόρτα είχε πέσει μπρούμυτα στα σκεπάσματα σα να ‘ταν νεκρή.
Έτρεξα γρήγορα, με άτσαλα βήματα στον κάτω όροφο, για να δω τι είχε συμβεί στον κήπο. Άνοιξα την κουρτίνα, αλλά… δεν υπήρχε ψυχή. Κι οι δυο τους είχαν φύγει. Δεν έμαθα ποτέ τι ειπώθηκε ακριβώς ανάμεσα τους. Πως δικαιολογήθηκε ο Πατ, πως αντέδρασε ο Βαρόνος Ρος, με ποια λόγια έκλεισε εκείνη η πρώτη ξεκάθαρη σύγκρουσή τους.
Ακόμα μου μύριζε αίμα. Απλώς περίμενα να το δω και με τα μάτια μου. Να ρέει κόκκινο. Ή πράσινο, αν ήταν ιρλανδικό.
—————————————————————————————————————————-
Κάθε μέρα έβρεχε. Μόνο έβρεχε. Τίποτα άλλο.
Η ζωή μου ήταν η βροχή και το Κλουβί.
Δεν υπήρχε χώρος για σκέψη, για περισυλλογή, για όνειρα. Είχα συνηθίσει την περιτυλιγμένη σε προσποιητή ευγένεια ωμότητα του κυρίου Χάρολντ, την ανασφάλεια του βαρόνου και την δυσάρεστα επιδεινούμενη μελαγχολία της Αμέλιας. Η μικρός Κουίνσι κάθε μέρα γινόταν και πιο σκληρός. Μόνο τον πατέρα του έδειχνε να φοβάται, αλλά από την ώρα που τον είχε δει να επιστρέφει ανάπηρος στο σπίτι, είχε χάσει κάτι από τον σεβασμό του σ’ εκείνον. Δεν έχω ξαναδεί τόσο αντιπαθητικό βλέμμα σε παιδί. Ίσως μιμούνταν τις μούτες που συναντούσε τριγύρω του, ίσως η υπερβολική αγάπη που του έδειχναν η μητέρα κι ο παππούς του να είχαν δημιουργήσει έναν μελλοντικό αλαζόνα κι έναν εκμεταλλευτή που θα βασάνιζε με τη συμπεριφορά του τους άλλους ανθρώπους. Ίσως η μοναξιά μου και η απόστασή μου από τα μέλη της οικογένειάς του να καθρέφτιζαν στα παιδικά μάτια κάτι όσο αρνητικό. Πάντως απέφευγα τον Κουίνσι με κάθε τρόπο και προσπαθούσε να του μιλώ όσο λιγότερο μπορούσα. Μετρούσα τις λέξεις μου, έκρυβα το πρόσωπό μου, για να μη δει την απέχθειά μου.
Ο Λόρδος Εκλστον δε μου έδινε καν σημασία. Είχε σταματήσει από καιρό να μου κάνει κηρύγματα, όπως τότε που έθετε μόνος τους τις ερωτήσεις εκ μέρους μου, με έβαζε στη γωνία και μου απαντούσε με τρόπο αποστομωτικό, με παραπομπές σε φιλοσόφους, συγγραφείς και ρήτορες του παρελθόντος. Δεν γνώριζα κανένα από τα ονόματα που μου αράδιαζε, αλλά και να ήξερα δε θα τολμούσα ν’ αναφέρω κάτι. Ήμουν αναγκαστικά το ακροατήριό του, οι μαθητές και η οικογένειά του. Κανείς άλλος δεν καθόταν να τον ακούσει. Ίσως κάποτε να τον υπόμενε η γυναίκα του, αλλά έχω την αίσθηση πως από τότε που εκείνη πέθανε, ο Λόρδος είχα χάσει κάτι πολύ περισσότερο από τη σύζυγό του. Και τώρα πια, καθώς βαδίζαμε στην καρδιά του χειμώνα, είχε χάσει τον ενδιαφέρον του ακόμα και για μένα, το εύκολο θύμα της καταπιεσμένης φλυαρίας του. Τον έβρισκα πάντοτε χωμένο στα βιβλία του, μ’ ένα ποτήρι ουίσκι ν’ ακολουθεί συνεχώς τη διαδρομή από την επιφάνεια του γραφείου προς το αναψοκοκκινισμένο στρογγυλό του πρόσωπό. Συνήθως έκανε υπολογισμούς και με επέπληττε όταν τον διέκοπτα , γιατί έχανε τον ειρμό του κι έκανε λάθος στις μαθηματικές πράξεις.
Όταν μια μέρα έλειπε από την έπαυλη έριξα μια κλεφτή ματιά στα κιτάπια του και είδα πως ήταν λογιστικά βιβλία, συμβόλαια και χειρόγραφα με μεγάλες υπογραφές.
Το δωμάτιο είχε αποκτήσει μια οσμή από αλκοόλ που δεν έφευγε ακόμα κι όταν άνοιγα διάπλατα την μπαλκονόπορτα. Υπήρχαν βράδια που η φωνή του μπερδευόταν με τους κεραυνούς κι άκουγα στις κραυγές του και το δικό μου όνομα, μαζί με εκείνα όσων βρισκόντουσαν στο σπίτι. Φώναζε μόνος του, βρίζοντας όποιον του ερχόταν στο μυαλό και το παραλήρημά του ταξίδευε μέχρι τη μικρή αποθήκη που με φιλοξενούσε.
Γύριζα πλευρό, οι σούστες έτριζαν και τίποτα δε μπορούσε να με προφυλάξει από αυτή την τρέλα. Όλα έμοιαζαν εχθρικά. Δεν είχα κανέναν άνθρωπο δικό μου. Είναι φρικιαστικό να μη μπορείς να εμπιστευτείς κανέναν. ΜΑ ΚΑΝΕΝΑΝ! Κάθε σου κίνηση να είναι εν δυνάμει τιμωρητέα. Κάθε βλέμμα να είναι επικριτικό. Έξω από το δωμάτιό μου παραμόνευαν μόνο βλοσυρά πλάσματα. Άνθρωποι κακοί. Πτηνά θανατηφόρα. Και δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Κλειδωνόμουν περισσότερο στη υγρή αποθήκη και στον αφυδατωμένο εαυτό μου. Γινόμουν όλο και πιο απαθής σε ότι μου έλεγαν, μόνο και μόνο για να αντέξω.
Μέσα σε μισό περίπου χρόνο, για μένα πια υπήρχε μόνο το Κλουβί. Μόνο το Κλουβί! Μου έγινε εμμονή. Έγινα ορκισμένος υπερασπιστής της ύπαρξής του. Χωρίς να ξέρω το γιατί. Γιατί… γιατί έτσι ήταν η ζωή. Δε μπορούσα να αλλάξω εγώ τον κόσμο. Ούτε καν το σπίτι των Εκλστον. Δεν είχα απαντήσεις και επομένως άρχισα να μου απαγορεύω και τις ερωτήσεις. Έπρεπε να επιβιώσω και η σωτηρία μου ήταν η αφοσίωση στα καθήκοντά μου . Έπρεπε να τα καταφέρω και τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα. Είχα έναν στόχο.
Όλα για το Κλουβί! Για να μην πεθάνει το κορίτσι.
Το κορίτσι που το λένε Μαίρη.
—————————————————————————————————————————-
«Σε παρακαλώ , μπες στο κλουβί σου τώρα», είπα στο πουλί, καθώς με κοιτούσε από την άκρη του δωματίου. Του μιλούσα πια κανονικά. Όχι από μέσα μου, του απευθυνόμουν σα να ήταν άνθρωπος κανονικός. Ή μάλλον θεός κανονικός. Ένα ζωντανό τοτέμ κι εγώ η αφοσιωμένη πιστή του.
Ξαφνικά με έπιασε ταχυκαρδία. Δεν ξέρω γιατί. Ένας καταιγιστικός φόβος. Ένα άξαφνο δυσάρεστο συναίσθημα.
«Αυτός είναι ένας κακός οιωνός», σκέφτηκα τρομοκρατημένη.
Πολύ συχνά πλέον οτιδήποτε έβλεπα ή ένιωθα το θεωρούσα αυτομάτως και σημάδι που συνδεόταν με το Κλουβί. Είχα γίνει κάτι παραπάνω από προληπτική. Αν η πόρτα δεν κλείδωνε αμέσως καλά, γιατί δεν ήταν λαδωμένη η κλειδαριά, πίστευα πως εκείνη τη μέρα το πουλί θα με δυσκόλευε. Όταν ο πρώτος άνθρωπος που σέρβιρα το πρωί ήταν ο μικρός αντιπαθητικός Κουίνσι, πίστευα πως κάποια ατυχία θα μ’ έβρισκε όταν θα έμπαινα να καθαρίσω και να ταΐσω το πουλί. Το φαγητό που κάηκε, ο ξαφνικός βοριάς που παρέσυρε τα φύλλα του κήπου, το ποτήρι με το ουίσκι που έπεσε από τα χέρια του Λόρδου, όλα ήταν σημάδια που προμήνυαν κάτι αρνητικό.
Είχα φτιάξει έναν ολόκληρο κόσμο, με αόρατες απόλυτες πραγματικότητες, ψυχαναγκασμούς, νόμους , δυσοίωνες προβλέψεις και αδιαπραγμάτευτες κυρώσεις . Έναν κόσμο που δε μπορούσα να μοιραστώ με κανέναν.
«Και γιατί νιώθω έτσι τώρα; Τι μ’ έπιασε ξαφνικά;», αναρωτήθηκα. Κοίταξα με αγωνία κάθε γωνιά του δωματίου. Ήμουν μόνη μου. Δεν υπήρχε τίποτα εκτός από το Κλουβί και το πουλί, που παρέμενε ακίνητο κοντά στο ασφαλισμένο παράθυρο και με κοιτούσε πάντοτε στα μάτια με βλέμμα διαπεραστικό. Ίσως να μην ήταν κακό προαίσθημα, ίσως να ήταν μια προηγούμενη κακή σκέψη που με επισκέφθηκε ξανά . Όλο και πιο συχνά βυθιζόμουν σε σκέψεις παράλογες, απόκοσμες – σαν την απόκοσμη καταγωγή του πλάσματος που πρόσεχα νυχθημερόν.
Ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Ξαφνιάστηκα.
«Ποιος είναι;» ,ρώτησα τρομαγμένη.
«Άνοιξε αμέσως!» ακούστηκε κοφτά μια φωνή που μου θύμιζε εκείνη του κυρίου Χάρολντ.
«Κύριε Χάρολντ εσείς;»
«Ναι, άνοιξε. Είναι επείγον» μου αποκρίθηκε.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Απαγορευόταν ρητά να ανοίξω την πόρτα ενώ ήταν ανοιχτό το Κλουβί. Ήταν σαφές στους κανονισμούς ασφαλείας. Αλλά αφού το ζητούσε ο ίδιος ο κύριος Χάρολντ, δεν ήθελα άλλα μπλεξίματα μαζί του. Αγχώθηκα. Θόλωσα. Είδα πως το πουλί καθόταν ήσυχο στην άλλη πλευρά του δωματίου. Δε θυμάμαι περισσότερα για την αλληλουχία των σκέψεων μου, το μόνο που θυμάμαι είναι πως δυστυχώς ξεκλείδωσα την πόρτα.
«Είσαι μόνη σου εδώ;» Δεν ήταν ο κύριος Χάρολντ. Ω θεέ μου ήταν ο Πατ.
«Είσαι στα καλά σου , τι κάνεις εδώ;» ρώτησα πανικοβλημένη.
«Την πάτησες κι εσύ ομορφούλα! Τον κάνω καλά τον κωλόγερο, ε;» Κοίταξα ξανά πίσω μου, το πουλί καθόταν ακίνητο στην άκρη του δωματίου.
«Φύγε, απαγορεύεται να είναι ανοιχτή η πόρτα, θα πάθουμε κανένα κακό.»
Το ύφος του σοβάρεψε. «Λείπουν όλοι τους. Θέλω να σου μιλήσω, τώρα είναι η ευκαιρία να είμαστε μόνοι μας. Δε βγαίνεις ποτέ από το σπίτι, πάντοτε είσαι με κόσμο, δεν ξέρω ποια άλλη στιγμή μπορώ να σε δω…»
Τι μπορεί να με ήθελε ο Ιρλανδός; Τον αντιπαθούσα, αλλά συγχρόνως ένα κομμάτι του εαυτού μου σιωπηλά αποζητούσε την προσοχή του. Ξανακοίταξα, το πουλί στεκόταν μακριά ακίνητο.
«Από την πρώτη μέρα που ήρθες στο ρημαδόσπιτο των Εκλστον… δεν ξέρω πώς να στο πω… από την αρχή σε πρόσεξα…»
Πρώτη φορά έβλεπα έτσι το πρόσωπό του. Ήταν διαφορετικός. Δεν ήξερα αν έπαιζε θέατρο, αν όλα αυτά ήταν μια φάρσα ή αν για πρώτη φορά μιλούσε όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος.
«Το ξέρω πως ίσως να μην καταδέχεσαι να έχεις πάρε- δώσε μ’ έναν σαν κι εμένα. Ίσως και να σε πειράζει που δε μπορώ να περπατήσω καλά… το ξέρω πως δεν είναι ότι πιο κολακευτικό υπάρχει, όμως… από την άλλη μου είναι δύσκολο να μη σε σκέφτομαι. Και… και σε σκέφτομαι… ναι σε σκέφτομαι, αυτή είναι η αλήθεια…»
Δεν περίμενα τα λόγια εκείνα. Κι ούτε μπορούσα ακριβώς να καταλάβω τι ένιωθα. Παρατήρησα το πρόσωπό του. Τα γένια και το σκαμμένο δέρμα τον έκαναν να μοιάζει πιο άγριος απ’ ότι ίσως ήταν στην πραγματικότητα. Πρώτη φορά είχα τον χρόνο να κοιτάξω τα μάτια του. Ήταν υγρά, ζωντανά, μπορεί και να έκρυβαν μια μυστική καλοσύνη που κανείς μέχρι τότε δεν είχε αντικρίσει. Μπορεί να ήμουν ο πρώτος μάρτυρας αυτής της κρυφής ευγένειας. Ο πρώτος άνθρωπος που ανακάλυπτε μια αναπάντεχη γοητεία, αχαρτογράφητη, καλά προστατευμένη στις απόκρημνες κορυφές μιας απρόσιτης συμπεριφοράς.
Έμεινα να τον κοιτάζω έκπληκτη. Προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, γιατί δεν ήξερα τι ακριβώς να του απαντήσω, γύρισα το κεφάλι για να ξαναδώ που βρισκόταν το πουλί.
Δεν ήταν εκεί. Που ήταν;
« Κλείσεεεεεεεεεε!!!» προσπάθησα να φωνάξω. Κι αμέσως μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, χωρίς να μπορέσουμε να αντιδράσουμε , το πουλί χώρεσε απ το μικρό άνοιγμα της πόρτας και πέταξε σαν διαολεμένο έξω από το δωμάτιο.
«Θέεε μου!!!!» στρίγγλισα κι ένιωσα στιγμιαία να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Το πουλί είχε βγει στον μακρόστενο διάδρομο. Χτυπούσε με δύναμη πάνω στα κρεμασμένα κάδρα και τους τοίχους, σα ζαλισμένο από την αναπάντεχη ελευθερία του.
«ΚΑΝΕ ΚΑΤΙΙΙ!!!! ΠΙΑΣΤΟ ΠΙΑΣΤΟ!!!!» άρχιζα να φωνάζω στον Πατ. Αν το πουλί πετούσε μέχρι το σαλόνι, τότε σίγουρα θα έβρισκε κάποιο ανοιχτό παράθυρο.
Ο Πατ τρομοκρατημένος έτρεχε κουτσαίνοντας να το προλάβει και με κάποιο τρόπο να το εγκλωβίσει. Αλλά αυτό έμοιαζε αδύνατο.
Ο χειρότερος εφιάλτης μου γινόταν πραγματικότητα.
«Τρέξε γρήγορα και κλείσε όλα τα παράθυρα της σάλας!» μου φώναξε ο Πατ. Το πουλί τώρα καθόταν πάνω στον πολυέλαιο. Έμοιαζε να σχεδιάζει την επόμενη κίνησή του. Αυτή ήταν η μεγάλη του ευκαιρία να δραπετεύσει. Η κεντρική μπαλκονόπορτα ήταν ευτυχώς κλειστή, την τελευταία στιγμή ασφάλισα και το ένα ανοιχτό παράθυρο στην άλλη πλευρά της σκάλας.
«Το καθιστικό! Τρέξε στο καθιστικό, μήπως υπάρχει κάτι ανοιχτό» με διέταξε τρομοκρατημένος. Άρχισα να κλείνω όλες τις πόρτες. Ο θόρυβος που έκαναν πίσω μου καθώς τις έκλεινα μία μία, τα αγχωμένα βήματά μου, η βαριά μου αναπνοή , ήταν όλοι τους ήχοι απόγνωσης και πανικού.
Το πουλί ξανάρχισε να πετά με ορμή μέσα στον χώρο, αναπτύσσοντας μεγάλες ταχύτητες. Έριξε ένα βάζο στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την απότομη κίνηση του Πατ προς το μέρος του. Το περίεργο αυτό πλάσμα ήταν αποφασισμένο να βρει κάποια διέξοδο από τον χώρο. Σταματούσε για λίγο, ξεκουραζόταν κι ξανάρχιζε να πετά με μανία μέσα την ψηλοτάβανη αίθουσα. Δεν είχα καμία απολύτως ιδέα πως θα το πιάναμε.
«Σε παρακαλώ , γύρνα πίσω στο κλουβί σου… σε παρακαλώ», ικέτευσα το πτηνό που είχε βρει καταφύγιο στην χρυσή κορνίζα του καθρέφτη που στεκόταν πάνω από το τζάκι.
«Κάνε μου τη χάρη… σε παρακαλώ… βοήθησέ μας…»
« Νομίζεις πως έτσι θα το πιάσουμε; Με κουβέντα και παρακάλια;» με μάλωσε ο Πατ.
«Εμένα με ακούει το πουλί» του ανταπάντησα. «Έχεις κάποια καλύτερη ιδέα;»
«Κάποια στιγμή θα κουραστεί, δεν είναι συνηθισμένο σε τέτοιο κυνηγητό. Θα κουραστεί και θα το πιάσουμε.», είπε ο Πατ και μου έδωσε , χωρίς να το ξέρει, λίγο κουράγιο.
«Μήπως να φωνάξουμε τον κύριο Χάρολοντ και τον Λόρδο;»
«Δεν είναι κανείς εδώ ηλίθια», μου απάντησε περιφρονητικά. «Γι αυτό μπήκα στο δωμάτιο, γιατί ήξερα πως είμαστε μόνοι. Κι ευτυχώς που λείπουν , γιατί θα το πιάσουμε το βρωμόπουλο και δε θα πάρει κανείς χαμπάρι για ότι έχει γίνει».
«Μη με λες ηλίθια , εσύ φταις για όλα! Εσύ!»
Είχε περάσει περίπου μισή ώρα και αδυνατούσαμε να πιάσουμε το πουλί. Είχαμε δοκιμάσει κάθε τρόπο, για να το οδηγήσουμε και πάλι προς τον διάδρομο και το δωμάτιο που βρισκόταν το Κλουβί. Το ένιωθα όμως πως κάθε προσπάθεια ήταν μάταιη.
Ξαφνικά, μου ήρθε μια ιδέα. Φωτίστηκε το πρόσωπό μου.
«Που πας τώρα;» με ρώτησε ενοχλημένα απορημένος ο Πατ.
Έτρεξα προς την κουζίνα. Μπήκα στην διπλανή αποθήκη, εκεί που είχαμε τακτοποιημένα όλα τα υλικά και τα τρόφιμα για το Κλουβί. Άρχισα να πετώ κάτω διάφορα κουτιά, μέσα στην τρέλα μου για να βρω αυτό που ήθελα. Θα του έβαζα λίγο από το αγαπημένο του φαγητό κι ίσως να παρασυρόταν και να το πιάναμε. Ή καλύτερα… θα του έβαζα ένα σκουλήκι! Ναι αυτό ήταν! Θα έπαιρνα ένα από τα σκουλήκια που του αφήναμε στο δωμάτιο, για να νιώθει πως κυνηγά. Βέβαια ήταν πανάκριβα και ο κύριος Χάρολντ τα μετρούσα σχολαστικά. Αν έλειπε έστω κι ένα θα το παρατηρούσε αμέσως κι αυτό θα τον έβαζε σε υποψίες. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Το πουλί βρισκόταν ελεύθερο στο σαλόνι και η τύχη μου κρεμόταν από μια κλωστή. Ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί η οικογένεια να επέστρεφε στο σπίτι. Μπορεί να πάθαινε κάτι το πουλί, να το τραυματίζαμε κατά λάθος στην προσπάθειά μας να το πιάσουμε. Μπορεί να έβρισκε κάποια έξοδο και να πετούσε μακριά.
Έπρεπε να το ρισκάρω. Θα έκανα την ύστατη προσπάθεια.
«Το πιασα! Το πιασα!!!!» ακούστηκε λυτρωτικά η φωνή του Πατ από τη μεγάλη αίθουσα. «Ναι!!!! Ναι, το χω!!! Το πάω στο Κλουβί!!!»
Κάποιος Θεός με είχε λυπηθεί. Ίσως το ίδιο το πουλί. Ίσως να με δοκίμαζε. Να δοκίμαζε την πίστη μου. Τι λέω… είμαι παράλογη… Έχω χάσει τα λογικά μου…
Μάζεψα γρήγορα όλα όσα είχα ρίξει στο πάτωμα από την βιασύνη μου. Τα έβαλα ξανά με προσοχή στα ντουλάπια και στα ράφια της αποθήκης. Δεν έπρεπε ν ’αφήσω πίσω μου κανένα σημάδι. Ο κύριος Χάρολντ ζούσε μόνο και μόνο για να παρατηρεί τις ελλείψεις και τα λάθη των άλλων. Ήμουν σίγουρη πως και το παραμικρό λάθος θα γινόταν αμέσως αντιληπτό. «Ποιος πείραξε τα πράγματα του Κλουβιού; Ποιος μετακίνησε αυτά τα κουτιά; Τι συνέβη, δεσποινίς Μαίρη;» ήταν σα να άκουγα τη φωνή του να παραμονεύει. Αφού τα έφτιαξα όλα στην εντέλεια, ακριβώς όπως ήταν πριν, έτρεξα προς το δωμάτιο με το Κλουβί.
« Με άφησε να το πιάσω. Ξαφνικά έμεινε ακίνητο. Ήθελε φαίνεται να επιστρέψει στο σπιτάκι του το βρωμιάρικο…» είπε ειρωνικά , μα φανερά ανακουφισμένος ο Πατ.
Μάζεψα δυο λευκά πούπουλα που είχαν πέσει ακριβώς δίπλα από το Κλουβί. Τα έβαλα στην τσέπη της ποδιάς μου, θα έπρεπε αργότερα να τα πετάξω κάπου με προσοχή.
«Δεν πιστεύω να χτύπησε πουθενά το πουλί, δεν πιστεύω να το κράτησες με δύναμη στα χέρια σου και να χει κάποια πληγή…»
«Δεν έχει ανάγκη αυτό, μια χαρά είναι»
«Μην τολμήσεις και ξανακάνεις κάτι τέτοιο. Ποτέ! ΠΟΤΕ! Το κατάλαβες;» τον απείλησα σηκώνοντας το δάχτυλο μου στο ύψος του προσώπου του.
Ο Πατ προσπάθησε να μου δείξει με την συμπεριφορά του πως δεν είχε γίνει κάτι τόσο σημαντικό. Ήθελε να μου παραστήσει τον άνετο, αλλά είχε το χαρακτηριστική έκφραση του ανθρώπου που μόλις είχε δει τον τρόμο κατάματα και προσπαθούσε άτσαλα κι σπασμωδικά να συνέλθει.
«Τόσο πολύ το φοβάσαι κι εσύ αυτό το σίχαμα; Ας ψοφήσει κι αυτό και μαζί του και η άλλη! Και τι έγινε δηλαδή;»
Ήθελα να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Ήθελα να τον πνίξω, ήθελα να τον ερωτευτώ, ήθελα να τον βρίσω, ήθελα να γίνει φίλος μου, ήθελα να του βγάλει τα μάτια το πουλί, ήθελα να φιλήσει με πάθος, ήθελα να τον διώξει ο Λόρδος, ήθελα να μένει μαζί μου στο δωμάτιο, ήθελα… δεν ήθελα τίποτα τελικά. Ήθελα την ησυχία μου.
«Σήκω και φύγε τώρα. Αν επιστρέψουν και σε βρουν εδώ μέσα θα έχεις κακά ξεμπερδέματα.»
Η οικογένεια επέστρεψε αργά το απόγευμα. Μία ώρα αργότερα, καθώς ήδη είχε νυχτώσει , στην έπαυλη έφτασε ο Βρώμικος Μπεν. Σπανίως ερχόταν τόσο αργά. Μόνο αν συνέβαινε κάτι σοβαρό. Κάποια στιγμή που βρισκόμουν στην κουζίνα μαζί με την μαγείρισσα άκουσα και την φωνή του Πατ. Κι εκείνος ποτέ δεν έμπαινε στο σπίτι τέτοια ώρα.
Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Η μαγείρισσα ήταν μονίμως αφηρημένη, χαμένη στον κόσμο της και γι αυτό δεν κατάλαβε την αλλαγή στο πρόσωπό μου. Το ένιωθα πως είχα χλομιάσει.
«Σε θέλει ο Λόρδος στο γραφείο του. Τώρα!» μου είπε ο κύριος Χάρολντ. Αυτό ήταν. Το είχαν καταλάβει. Ήξεραν τι είχε γίνει. Αλλά πως το ήξεραν; Αφού έλειπαν όλοι. Ω, θεέ μου…
Χτύπησα την πόρτα. Όταν άνοιξα αντίκρισα ολόκληρη την οικογένεια, εκτός από την Άγκνες, να είναι μαζεμένη γύρω από το γραφείο του Λόρδου Εκλστον. Δίπλα του καθόταν ο Βρώμικος Μπεν. Παραδίπλα ο κύριος Χάρολντ. Έμοιαζε να είχαν φτιάξει έναν δύσθυμο μαύρο κύκλο γύρω από τον Πατ, που στεκόταν κατηφής κι αδύναμος απέναντί τους.
«Είστε ανόητη , δεσποινίς Μαίρη;» ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Λόρδος, καθώς άφηνε από τα χέρια του το ποτήρι με το ουίσκι. «Πείτε μου είστε ανόητη; ε; Και πώς να σας τιμωρήσω; Τιμωρείται η βλακεία; Θεραπεύεται; Πρέπει να τιμωρήσω την οικογένειά σας που σας ανέθρεψε να είστε αλαφροΐσκιωτη; Πρέπει να κάνω κάτι για να αλλάξω το ανίκανο μυαλό σας; Πρέπει να κάνω κακό σε κάποιον δικό σας για να καταλάβετε; Τι να κάνω, πείτε μου…»
Ο κύριος Χάρολντ κούνησε επιδεικτικά το κεφάλι του, για να δείξει πως συμφωνεί με τα λόγια του αφεντικού του.
«Μας τα είπε όλα αυτός από δω! Ο αχρείος! Ο λιγδιασμένος Ιρλανδός που περιμαζέψαμε στο αρχοντικό μας. Και δε θα μαθαίναμε τίποτα, αν δεν είχε μείνει στο σπίτι ο εγγονός μου μαζί με την μαγείρισσα!»
Ο Κουίνσι, το παιδί με το πιο κακό βλέμμα στον κόσμο, χαμογέλασε περήφανα δίπλα από την μητέρα του. Ένιωθε αντάξιος της αριστοκρατικής του καταγωγής.
« Κι αυτό το μικρό παιδί… αυτό το μικρό αγόρι, ήρθε κατά λάθος αντιμέτωπο με αυτή την φρικτή σκηνή. Να βλέπει απ’ έξω από την μπαλκονόπορτα αυτόν το αλήτη να πιάνει βίαια με τα γυμνά του χέρι το πτηνό μέσα στο σαλόνι! Και να ξέρει πως η ζωή της θείας του βρίσκεται σε κίνδυνο. Η οικογένειά του να κινδυνεύει! ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ!!!». Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο. «Βάλε μου λίγο ποτό ακόμα, Χάρολντ»
«Σε παρακαλώ, πατέρα…», πετάχτηκε η Αμέλια. «Μη πίνεις άλλο, σε παρακαλώ. Θα πάθεις τίποτα, η καρδιά σου…»
Το ποτήρι ξαναγέμισε αλκοόλ.
«Δε θα επιτρέψω σε κανέναν σας να βρεθεί ξανά η ζωή της κόρης μου σε κίνδυνο. Το έχω ορκιστεί στη μητέρας της πριν πεθάνει. Την ώρα που έσβηνε, που έλιωνε… εκεί… πάνω από το κουρασμένο σώμα της, το υποσχέθηκα. Θα έκανα κάθε θυσία για την κόρη μου. ΚΑΘΕ ΘΥΣΙΑ! Και δε θα αφήσω μερικά χωριατόπαιδα να παίξουν με τη ζωή της Άγκνες».
Η Αμέλια είχε δακρύσει κι ένας πνιχτός ήχος βγήκε από μέσα της. Ο βαρόνος Ρος, της έπιασε το χέρι και κοίταξε με μίσος προς το Πατ.
«Εσένα, ανόητη Μαίρη, δεν έχω αποφασίσει ακόμα πώς να σε τιμωρήσω. Γι’ αρχή, σου κόβω όλα τα ρεπό και το ένα γεύμα της ημέρας, μέχρι να σκεφτώ την κατάλληλη ποινή για την περίπτωσή σου. Μέχρι τότε ελπίζω να μη ξαναφανείς τόσο αφελής κι επιπόλαιη σε ζητήματα τόσο σοβαρά, όπως το Κλουβί. ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ. ΔΕΝ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΕΘΕΤΕ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΟ ΠΟΥΛΙ. ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΚΡΟ! ΟΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΑΕΙ , ΟΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣ ΤΥΦΛΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΕΣ. ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ, ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΒΡΩΜΟΘΥΛΗΚΟ; »
Έσκυψα το κεφάλι.
«Όσο για σένα…» ο Λόρδος γύρισε και κοίταξε με απύθμενη οργή τον Πατ. « Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ μπροστά μου. Και σου ορκίζομαι πως όσο ζω εγώ και όσο υπάρχει η Οικογένεια των Εκλστον, δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβρείς δουλειά, όχι μόνο εδώ, αλλά σε ολόκληρη την χώρα. Αυτό σου τ’ ορκίζομαι.»
« Μη μου το κάνεις αυτό Εκλστον! Διώξε με , αλλά μη μου το κάνεις αυτό. Το ξέρεις πως κανείς δε θα με μαζέψει, κανείς δε θα με φροντίσει… θα πεθάνω… Με στέλνεις στο θάνατο, γέρο…»
«Πως τολμάς να μιλάς έτσι στον, Λόρδο; » πετάχτηκε απότομα ο κύριος Χάρολντ.
«Είσαι τυχερός, Ιρλανδέ που δε σε σκοτώνω τώρα.» , είπε ο Λόρδος και χτύπησε το χέρι του στο γραφείο. « Θα μπορούσα να δώσω εντολή στον Μπεν να σε εκτελέσει. Σου χαρίζω όμως τη ζωή. Στη χαρίζω…»
«Θα μου το πληρώσεις αυτό, Λόρδε…»
« ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΜΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ, ΑΛΗΤΗ;» ακούστηκε σαν ουρλιαχτό η φωνή του βαρόνου Ρος, ο οποίος από την αρχή είχε καρφώσει το βλέμμα του στον Πατ.
Ο Πατ έστριψε λίγο το σώμα του και γύρισε αργά αργά το κεφάλι του προς εκείνον. Αν η Ειρωνεία είχε ανθρώπινη μορφή θα είχε τη δική του όψη.
«Μπα… μίλησε και το ανδρείκελο που κοροϊδεύει την ίδια του την οικογένεια…;»
Ο Ρος έδειξε να ξαφνιάζεται. « Πως μιλάς έτσι στον Βαρόνο;» πετάχτηκε ξανά, σαν από υποχρέωση ο κύριος Χάρολντ.
«Για πες Κλίφορτ … αγαπημένε μας Κλίφορτ… Για κοίτα στα μάτια τη γυναίκα σου… κοίτα στα μάτια τον πεθερό σου… κοίτα και τον λατρεμένο γιόκα σου… και πες τους πως ακριβώς τραυματίστηκες στο πόδι. Έλα, πες τους… Πες τους την αλήθεια όμως. Όχι τη δική σου εκδοχή της ιστορίας… Πες μας για μια φορά την αλήθεια… Έλα, Κλίφορτ περιμένουμε..»
Ο βαρόνος άρχισε να βαριανασαίνει. Τα μάτια του έσταζαν αίμα.
«Αν ο Κλίφορτ είχε φωνή τούτη τη στιγμή θα μας έλεγε πως δεν τραυματίστηκε στην μάχη. Θα μας έλεγε πως είναι πολύ άτυχος… Άτυχος γιατί… γιατί τα ψέματα δε ζούνε πάντοτε για πολύ. Το δικό του πέθανε πολύ γρήγορα, νεότατο…»
«Σκάσε. ΣΚΑΣΕ!!!ΒΟΥΛΩΣΕ ΤΟ!» φώναξε ο βαρόνος.
«Εγώ να το βουλώσω. Αλλά οι στρατιώτες που γύρισαν από το μέτωπο και τα έπιναν στην ταβέρνα μαζί μου, δυστυχώς δεν το βούλωσαν. Και είπαν σε όλους την αστεία ιστορία του Βαρόνου Κλίφορτ Ρος, το μεγαλύτερο ανέκδοτο του Βρετανικού Στρατού. Τον αξιωματικό που λιγοψύχησε στην μάχη, το έβαλε στα πόδια, που έγινε περίγελος στα μάτια των στρατιωτών του κι από την ντροπή του αυτοπυροβολήθηκε για να δείξει στους οικείους του πως κι εκείνος βρέθηκε στο ένδοξο πεδίο της μάχης. Μόνο που ούτε να αυτοτραυματιστεί δεν ήταν ικανός και έκανε κομμάτια το πόδι του.
«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ!!!!», φώναξε υστερικά ο βαρόνος
«Ξέρουν πολλοί την αλήθεια, ψευτάκο μου, για να μείνει κρυφή για πάντα. Και τώρα κοίτα πως κατάντησες… σακάτης σαν κι εμένα. Ένα άχρηστο κουτσό μουλάρι.! Κοίτα! Κοίτα ,Κουίνσι τον μπαμπά σου! Είναι ένας σακάτης! Ένας δειλός σακάτης!»
«ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩΩΩ…» . Ο βαρόνος έβγαλε το όπλο του από τη θήκη και με τρεμάμενο χέρι κόλλησε την κάνη του ανάμεσα στα δυο μάτια του Πατ.
«Μη Κλιφ!» είπε ικετευτικά, κλαίγοντας, η Αμέλια.
«Εμπρός σκότωσέ με… Σκότωσε με , δειλέ! Να πλημμυρίσει με αίμα το γραφείο του Λόρδου. Να πέσουν οι κόκκινες κηλίδες στο πρόσωπο του μικρού σου Κουίνσι, για να θυμάται για πάντα την σκηνή με τον ατιμασμένο πατέρα του. Έλα, λοιπόν, τι περιμένεις; Πες του κι εσύ Κουίνσι! Δε θέλεις λίγο φρέσκο αίμα;»
Όλοι είχαν μείνει ακίνητοι.
Το δάχτυλο του βαρόνου πίεζε την σκανδάλη.
«Έλα ,σακάτη. Σκότωσέ με αν μπορείς. Έλα! Φοβάσαι ;Φοβάσαι, όπως φοβήθηκες στον πόλεμο; Θα κατουρηθείς πάλι πάνω σου; ε; Θα σου φύγουν και θα γίνεις ρεζίλι;»
«ΆΣΕ ΤΟ ΟΠΛΟ ΚΑΤΩ, ΚΛΙΦΟΡΤ! ΑΣΤΟ ΚΑΤΩ!» τον διέταξε απελπισμένα ο Λόρδος.
« Αφού είναι δειλός, Λόρδε μου! Είναι ένα ψεύτης, δειλός, άχρηστος σακάτης! Ακόμα και με κολλημένο το όπλο φοβάται μη κάνει λάθος στο σημάδι!»
« Σε παρακαλώ Κλίφορτ. Άφησέ τον. Κάντο για μένα, κάντο για το παιδί μας. Σε παρακαλώ… σε ικετεύω, αγάπη μου… αγάπη μου…» και το γοερό κλάμα της Αμέλιας σκέπασε κάθε ήχο, ακόμα κι εκείνον τον κρυφό κι υπόγειο που προμήνυε τον θάνατο.
Ίσως ήταν αυτό το «αγάπη μου» που δεν του το έλεγε ποτέ, που τον έκανε να κατεβάσει το όπλο από το μέτωπο του Πατ. Μια άγνωστη λέξη, που κίνησε κάτι επίσης άγνωστο εντός του.
« ΤΣΑΚΙΣΟΥ ΚΑΙ ΦΥΓΕ , ΙΡΛΑΝΔΕ!» ακούστηκε, με την πιο βαριά γρατζουνισμένη φωνή που έβγαλε ποτέ από μέσα του ο Λόρδος.
« Δεν τελειώσαμε εμείς να το ξέρεις…» είπε ο βαρόνος και τα δόντια του έμοιαζαν έτοιμα να σπάσουν , ,καθώς έτριζαν που ένταση.
«Κι εσύ να το ξέρεις. Να χεις το νου σου…. Μέρα, νύχτα…» του απάντησε αμέσως ο Ιρλανδός
Εκείνη την στιγμή ο Βρώμικος Μπεν έβγαλε το δικό του όπλο και το έστριψε προς τον Πατ. Δεν υπήρχε επιστροφή μετά από αυτήν την απειλή. Ή θα έφευγε εκείνη την στιγμή και θα χανόταν για πάντα ή θα τον εκτελούσε.
Η πόρτα έκλεισε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
Ο Πατ εξαφανίστηκε από μπροστά μας. Δε θυμάμαι ακριβώς για πόση ώρα μείναμε εκεί ασάλευτοι και σιωπηλοί. Όπως στο πεδίο της μάχης μετά την ήττα υπάρχει ένα βουβός πόνος , μια θλιβερή σιωπή, έτσι και στο γραφείο του Λόρδου τα τραύματα ήταν τόσο βαθιά που κανείς δεν είχε τη δύναμη να ψελλίσει έστω και μια συλλαβή. Ήμασταν άδειοι, δεν υπήρχε τίποτα μέσα μας για να κινήσει σώμα και σκέψη. Ήμασταν άδειοι. Μόνο αυτό. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Τα λεπτά περνούσαν και μόνο όταν ο Βρώμικος Μπεν πήρε το θάρρος να πει « Ό,τι με χρειαστείτε, Λόρδε μου, στη διάθεσή σας…» , μόνο τότε τα κέρινα ομοιώματα που μέχρι σήμερα ήταν τα σώματά μας αποφάσισαν να σπάσουν την κυριαρχία της απόλυτης ακινησίας. Πιο χαμένη απ’ όλους έμοιαζε η Αμέλια. Δεν σήκωσε καν το κεφάλι της για να κοιτάξει τον θλιμμένο γέρο πατέρα της ή τον ατιμασμένο σύζυγό , έβγαλε μόνο έναν ψίθυρο, σαν αναστεναγμό, που είχε να κάνει με το ένστικτο της μάνας:
« Μαίρη, πήγαινε τον Κουίνσι για ύπνο, είναι αργά. Αρκετά είδε για σήμερα…»
Όλοι πήραν το δρόμο τους, για την προσωπική τους εξορία. Μόνοι σε κάποια γωνιά του σπιτιού.
Μα η οσμή του θανάτου δεν είχε αποχωριστεί την οικία των Εκλστον. Το στρίγγλισμά μου αναστάτωσε ακόμα και την Άγκνες, που κλειδωμένη- όπως συνήθιζε- σε τέσσερις τοίχους , δεν είχε καταλάβει τίποτα απ’ όσα είχαν προηγηθεί. Μα δε βγήκε από δωμάτιό της, απλώς ρώτησε την Αμέλια αν είχε ακούσει κάποια φωνή. «Μπες γρήγορα στο δωμάτιό σου, Άγκνες. Κοιμήσου!»
Έτρεξαν όλοι προς το μέρος μου. Προς το δωμάτιο με το Κλουβί.
Το δωμάτιο ήταν άδειο. Απελπιστικά άδειο. Χωρίς Κλουβί.
« Θεέ μου , το Κλουβί… Έκλεψαν το Κλουβί!» είπε σοκαρισμένη η μαγείρισσα.
«Ο ΙΡΛΑΝΔΟΣ! ΑΥΤΟΣ ΤΟ ΕΚΑΝΕ!» πετάχτηκε ο βαρόνος.
Ο Λόρδος έμοιαζε να τα χει χαμένα:« ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΟΝ ΜΠΕΝ! ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΠΕΝ; ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ! ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ! ΤΩΡΑ!»
Ο Βαρόνος Ρος του είπε πως θα αναλάμβανε εκείνος να ειδοποιήσει τον Μπεν για το Κλουβί. Πήρε ένα άλογο για να φτάσει γρήγορα στο κτήμα και η μορφή του χάθηκε γρήγορα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Περιμέναμε για μια ολόκληρη ώρα. Και δεύτερη ώρα. Σχεδόν και τρίτη. Και κάθε λεπτό γεννούσε σκέψεις σκοτεινές, σκέψεις που είχαν τον απόλυτο έλεγχο των στιγμών μας.
Ξαφνικά μπήκε στην έπαυλη ο Βρώμικος Μπεν. Ζήτησε να τον αφήσουμε μόνο να μιλήσει ιδιαιτέρως στον Λόρδο και την Αμέλια. Η μαγείρισσα κι εγώ πήγαμε στην κουζίνα και ήταν η πρώτη φορά που δεν είχε να μου πει τίποτα. Ούτε να μου ζητήσει να της φέρω κάτι ή να κόψω κάποιες πατάτες ή καρότα. Μας ακολούθησε και ο κύριος Χάρολντ. Νεκρικά ανέκφραστος κι εκείνος.
Περιμέναμε.
Περιμέναμε.
Περιμέναμε…Και οι στιγμές της αμήχανης σιωπής δεν έλεγαν να τελειώσουν. Και καλύτερα ας μην τέλειωναν ποτέ, γιατί αυτό που ακολούθησε ήταν… ο θρήνος.
Ο θρήνος της Αμέλιας. Μια κραυγή ανείπωτου πόνου μπροστά στα κακά μαντάτα του θανάτου του άνδρα της. Ο βαρόνος Κλίφορτ Ρος δεν πήγε ποτέ προς τα κτήματα των Εκλστον να φωνάξει τον Βρώμικο Μπεν. Αποφάσισε μόνος τους να καταδιώξει τον Πατ, να τον εκδικηθεί και να ξεπλύνει την ντροπή. Τον αναζήτησε σε κάθε γωνιά της πόλης κι αφού έδωσε σ’ έναν μεθυσμένο θαμώνα της ταβέρνας ό,τι χρήματα είχε πάνω του, εκείνος του εξομολογήθηκε πως είδε τον Ιρλανδό να πηγαίνει προς το σπίτι της πόρνης με την οποία περνούσε ενίοτε – όταν είχε το αντίτιμο- κάποια βράδια πληρωμένου έρωτα.
Κι όντως ο Ιρλανδός είχε καταφύγει , μαζί με το Κλουβί, στο σπίτι της κοινής γυναίκας. Εκεί τον βρήκε ο Βαρόνος, αλλά όπως όλοι ήδη ξέραμε ο Κλίφορτ Ρος δεν ήταν η περίπτωση του ανθρώπου που θα μπορούσε να επιβιώσει σε κάποια μονομαχία. Ο Πατ αμυνόμενος, του κάρφωσε το μαχαίρι στην κοιλιά κι ετράπη σε φυγή, αφήνοντας πίσω του έναν Κλουβί, έναν ετοιμοθάνατο που σφάδαζε κι αιμορραγούσε και μία πόρνη που άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Οι γείτονες που μαζεύτηκαν και συνειδητοποίησαν πως ο νεκρός πια άνδρας ήταν ο Βαρόνος Ρος, ο γαμπρός του Λόρδου Έκλστον, έστειλαν έναν νεαρό να φωνάξει τον Βρώμικο Μπεν από τα κτήματα για να μεταφέρει στην οικογένεια τα τραγικά νέα. Κι εκεί βρισκόταν πια. Απέναντί τους. Φέρνοντας ειδήσεις πένθους κι απώλειας.
Ο Μπεν είχε μαζί του και τον νεαρό που τον ειδοποίησε, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του το Κλουβί. Το πτηνό έδειχνε ζαλισμένο, αλλά δεν είχε κάποιο άλλο εμφανές σημάδι τραυματισμού. Μαζί με τον κύριο Χάρολντ το παραλάβαμε με προσοχή και το βάλαμε σε ένα άλλο άδειο δωμάτιο, που δεν είχε παραβιασμένο τζάμι.
Μα στη ζωή των Εκλστον είχε απασφαλίσει μια κερκόπορτα, από αυτές που ανοίγουν ξαφνικά πάνω στη μάχη κι επιτρέπουν σε όλα τα δεινά του κόσμου να εισβάλουν και να καταστρέψουν. Λίγη ώρα αργότερα, ο κύριος Χάρολντ βρήκε την Αμέλια λουσμένη στο αίμα. Είχε αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει, κόβοντας της φλέβες της μ’ ένα ξυράφι. Μα ήταν ακόμα ζωντανή. Δεν είχα ξαναδεί – και είμαι σίγουρη πως δεν ξανάδα ποτέ – τόση απόγνωση μαζεμένη σ’ ένα μόνο πρόσωπο. Στο πρόσωπο του Λόρδου. Ο γαμπρός του ήταν νεκρός, μαχαιρωμένος, η μεγάλη του κόρη είχε μόλις προσπαθήσει να βάλει τέλος στη ζωή της και η μικρή, η Άγκνες, κινδύνευε από έναν αδίστακτο εγκληματία που κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος στην πόλη και ήταν πιθανό να παραμόνευε ανά πάσα ώρα και στιγμή, μαζί με τους συντρόφους του, έξω από την έπαυλη για να κλέψει ξανά το Κλουβί και να εξοντώσει την οικογένεια.
Εκείνη η νύχτα έμεινε χαραγμένη στη ψυχή μου.
Όταν ξεκινούσα με αγωνία για να βρω δουλειά στο αρχοντικό των Εκλστον και περνούσα από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα δε φανταζόμουν πως θα τα ζούσα όλα αυτά. Ποτέ δε περίμενα πως ένα Κλουβί , μ’ ένα εξωτικό πουλί , θα μπορούσε να απαιτήσει τόσες θυσίες και να καταστρέψει μια ολόκληρη οικογένεια ευγενών.
Ο Λόρδος βρώμαγε ουίσκι. Το βλέμμα του φανέρωνε ένα χάος. Φώναξε στο γραφείο του τον Βρώμικο Μπεν. Ήταν η πρώτη φορά που τόλμησα να κρυφακούσω. Δεν φοβόμουν ούτε εκείνον, ούτε τον κύριο Χάρολντ – που ήταν απασχολημένος με το Κλουβί και την περιποίηση του ταλαιπωρημένου πτηνού.
Είναι μερικές φορές που η ίδια η μοίρα μοιάζει πιο αυστηρή και πιο απόλυτη από οτιδήποτε περνά από τα χέρια και τις αποφάσεις τον ανθρώπων. Έσκυψα το σώμα μου , μέχρι να ακουμπήσει το αυτί μου στην πόρτα και να καταλάβω τι έλεγε ακριβώς ο Λόρδος.
« Το Κλουβί κινδυνεύει. Θέλω να φέρεις δέκα άνδρες να φυλάνε μονίμως το σπίτι. Και άλλους δέκα να κυνηγήσουν το φονιά. Αν δεν τον σκοτώσουμε εμείς θα μας σκοτώσει εκείνος για να γλιτώσει από τη φαμίλια μας. Αλλά δε θα του κάνω τη χάρη…»
«Λόρδε μου…» , προσπάθησε να μιλήσει ο Βρώμικος Μπεν.
«Και θέλω να μου φωνάξεις όλους τους γιατρούς, για να εξετάσουν το πουλί. Φέρτους όλους, όπου και να βρίσκονται , είτε στη Βρετανία , είτε στο εξωτερικό. Δε μπορώ να ρισκάρω την υγεία του. Ίσως αρρώστησε με όλα αυτά. Το βλέπω αδύναμο…»
«Λόρδε μου…», ξαναπροσπάθησε μάταια ο Μπεν.
« Και βρες μου γρήγορα αυτόν τον γιατρό που σου έλεγα τις προάλλες. Αυτόν που μου είπαν από τη Γερμανία, που θεραπεύει τις ασθένειες της ψυχής. Η Αμέλια θα ξαναπροσπαθήσει ν’ αυτοκτονήσει , το ξέρω… Ήταν ήδη εύθραυστο το κορίτσι μου… δε θα το αντέξει αυτό που βιώνει…»
«Λόρδε μου…»
«Τι θέλεις πια, Μπεν; Τι θέλεις;»
«Με όλο το θάρρος, Λόρδε μου… Ξέρετε πόσο πιστός σας είμαι όλα αυτά τα χρόνια… με όλο το θάρρος των λόγων μου…. Μπορώ να τα κάνω αυτά που ζητάτε. Μα… μα… μα ξέρετε πως δεν έχετε πια χρήματα για να τα πληρώστε. Όλα αυτά κοστίζουν. Και μάλιστα κοστίζουν πολύ ακριβά…»
« Τι θέλεις να μου πεις; Πως δεν υπάρχουν ένα μάτσο άνδρες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στην οικογένεια του Λόρδου Εκλστον; ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ; ΚΑΝΕΙΣ; ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΖΟΥΣΕ ΟΛΟΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ. ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΚΤΗΜΑΤΑ, ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΔΟΥΛΕΙΑ. ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΔΕΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ; ΚΑΝΕΙΣ; ΠΕΣ ΜΟΥ!»
«Λόρδε μου… κάποτε θα βοηθούσαν. Μα τώρα ξέρουν πως δεν έχετε πια περιουσία. Μόνο αν τους πληρώνατε θα μπορούσαν να…»
«Πλήρωσέ τους. Πούλα τα κτήματα.», είπε αποφασισμένος ο Εκλστον.
«Λόρδε μου… σας παρακαλώ… με όλο το θάρρος. Σας έχουν μείνει μόνο τρία κτήματα. Μην τα πουλήσετε. Σας παρακαλώ. Για σας το λέω, για το όνομά σας, για την ιστορία σας, για τα παιδιά και τον εγγονό σας. Δεν έχετε κάποιους άλλους πόρους , εκτός από αυτά τα κομμάτια γης. Τι θα απογίνει η οικογένεια; Από τι θα ζήσετε;».
«Και τι θέλεις να κάνω, Μπεν; Να αφήσω τον Ιρλανδό να σκοτώσει το παιδί μου;»
«Λόρδε μου, μη σας νοιάζει ο Ιρλανδός, είμαι σίγουρος πως δεν θα επιστρέψει. Θα τον κυνηγήσει η Αστυνομία, θα ψάξω κι εγώ, αλλά αποκλείεται να σας ξανακάνει κακό…»
« Κινδυνεύουμε, Μπεν… Κινδυνεύουμε… Αν χαθεί το Κλουβί… αν χαθεί το πουλί , θα χαθεί και το κορίτσι. Το κορίτσι μου… Το γλυκό μου το κορίτσι….»
«Δε θα γίνει έτσι, Λόρδε μου. Ο Ιρλανδός θα εξαφανιστεί…»
«ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ ΚΙ ΕΣΥ! Κινδυνεύει το παιδί μου… Δεν είσαι πατέρας, δεν καταλαβαίνεις…». Τα μάτια του Λόρδου βούρκωσαν.
Μέσα στην απελπισία του ο άνθρωπος είναι ικανός για τα πάντα. Για κάθε δημιουργία και κάθε καταστροφή. Ο Λόρδος διάλεγε, χωρίς να το ξέρει, το δρόμο της καταστροφής.
«Πούλα τα όλα Μπεν… Έλα αύριο το πρωί να πάρεις όλα τα έγγραφα των κτημάτων. Θα πουλήσουμε τα πάντα. Δεν έχω άλλη επιλογή».
«Λόρδε μου ξανασκεφτείτε το… Ίσως όσα ζήσαμε αυτό το βράδυ, ο πόνος σας, η αγωνία… ίσως και… και τόσο ποτό που….», δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του.
«ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΕΙΣ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ; ΠΩΣ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΛΕΩ; ΤΟΛΜΑΣ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΕΤΣΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΛΟΡΔΟ ΕΚΛΣΤΟΝ; ΤΟΛΜΑΣ;». Ο Λόρδος ήταν εκτός εαυτού. Δεν υπήρχε τίποτα να τον συνεφέρει. Ο Βρώμικος Μπεν το είχε καταλάβει πια. Έσκυψε το κεφάλι και τον αποχαιρέτησε.
«Όπως επιθυμείτε, Λόρδε μου. Θα σας συναντήσω αύριο το πρωί. Και θα έχω ήδη κανονίσει όλα όσα μου ζητήσατε. Καληνύχτα.»
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς. Ο Λόρδος μου ζήτησε ένα ακόμα μπουκάλι ουίσκι και δεν βγήκε στιγμή από το γραφείο του. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Το κρεβάτι μου έτριζε όπως πάντα, αλλά αυτή τη φορά οι κραυγές που δονούσαν το μυαλό μου ήταν πιο δυνατές από τις σκουριασμένες σούστες μιας σιδερένιας κατασκευής.
Ξημέρωσε.
Και η «φρίκη» είπε να κάνει θριαμβευτικό φινάλε στο σπίτι των Εκλστον.
Ο κύριος Χάρολντ βρήκε τον Λόρδο νεκρό στο γραφείο. Με άδεια τα μπουκάλια του ουίσκι και τα συμβόλαια των κτημάτων ποτισμένα με αλκοόλ.
Η Αμέλια δεν κατάλαβε τίποτα. Της πήρε καιρό μέχρι να ξαναβρεί τα λογικά της. Η Άγκνες ζούσε σ’ έναν δικό της σύμπαν. Μόνο ο μικρός Κουίνσι, το αγόρι με το πιο αντιπαθητικό βλέμμα στον κόσμο, είχε αντιληφθεί το μέγεθος της τραγωδίας. Και ως παιδί παρακαλούσε από μέσα του να τελειώσει το κακό παραμύθι και να ξαναρχίσει εκείνο το παλιό, εκείνο στο οποίο ο ίδιος ήταν ο γενναίος πρίγκιπας που θα κληρονομούσε τον χρυσοποίκιλτο θρόνο και θα οδηγούσε την βασιλική οικογένεια στις επόμενες ένδοξες σελίδες της.
Ο Λόρδος πέθανε- από την καρδιά του είπαν. Δεν άντεξε. Τα τελευταία κτήματα των Εκλστον δεν πουλήθηκαν τελικά και οι άνθρωποι του Βρώμικου Μπεν δεν καταδίωξαν ποτέ τον Πατ. Έμεινα για λίγους μήνες ακόμα στο σπίτι, για να προσέχω το Κλουβί και κυρίως για να περιποιούμαι την πληγωμένη Αμέλια.
Μια μέρα ο κύριος Χάρολντ μου ζήτησε να φύγω. Δε θα μπορούσαν ποτέ να με πληρώσουν. Έμεινα τρεις μήνες ακόμα μέχρι να συνέλθει η κυρία. Ήταν κάτι που το ήθελα εγώ. Δε μ’ ένοιαζε πια που δεν είχα πάρει ούτε έναν μισθό από τους Έκλστον. Με έναν περίεργο τρόπο είχα δεθεί μαζί τους. Και για έναν απροσδιόριστο λόγο, μετά απ’ όλα όσα είχαν γίνει, έμοιαζε να υπάρχει μια κάποια λύτρωση στο σπίτι. Ένας απρόσμενος ήλιος στην καρδιά του πιο σκληρού χειμώνα.
Έκλεισα πίσω μου την κεντρική πόρτα, με τα μπρούτζινα κεφάλια ενός άγνωστου μυθολογικού τέρατος . Από τη μεγαλοπρέπεια μιας πόρτας καταλαβαίνεις την σπουδαιότητα των ανθρώπων που κατοικούν σ’ ένα σπίτι. Μα όσο σπουδαίοι κι αν είναι, παραμένουν τρωτοί όπως κι εκείνοι που έχουν ασήμαντες πόρτες, κακοσυντηρημενες, ξεχαρβαλωμένες, φτωχικές.
—————————————————————————————————————————-
Τα χρόνια πέρασαν – πάντοτε περνούν.
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά και δούλεψα όσο άντεχε το σώμα μου. Η ζωή μου ήταν μάλλον ήρεμη κι αδιάφορη. Ότι παράξενο και ακατανόητο μου είχε κληρώσει να ζήσω, το είχα συναντήσει στα νεανικά μου χρόνια στο αρχοντικό των Εκλστον.
Δεν ξέρω πολλά για το τι απέγιναν τα μέλη της οικογένειας.
Κάποιος που είχε γνωρίσει κάποτε τον κύριο Χάρολντ, μου είπε πως πέθανε φτωχός στο άσυλο γερόντων της γενέτειράς του, κάπου στην Ουαλία. Είχε φροντίσει με αφοσίωση την Αμέλια και την Άγκνες μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Ο Κουίνσι μεγάλωσε κι αφού πούλησε και την έπαυλη αναγκάστηκε – με πόνο καρδιάς, ως ξεπεσμένος ευγενής- να μάθει κάποια χειρονακτική τέχνη για να επιβιώσει . Έζησε με την καταθλιπτική μητέρα του και την σιωπηλή θεία του σ’ ένα μικρό σπίτι στην πόλη. Κάποια στιγμή πρέπει η Αμέλια να πέθανε, γιατί μια γυναίκα που μου πούλησε κάποτε υφάσματα και ήξερε τους Εκλστον από παλιά, μου είπε πως είχε επιζήσει μόνο ο εγγονός του Λόρδου και η εκείνη η παράξενη ασθενική κόρη με το λευκό δέρμα.
Δεν ξέρω πολλά ούτε για τον Πατ.
Υπήρχαν άνθρωποι που έλεγαν πως ένας Ιρλανδός που κούτσαινε και τον έψαχναν κάποτε οι Αρχές για τη δολοφονία ενός αριστοκράτη, είχε καταφύγει στη γενέτειρά του την Ιρλανδία. Αλλά ήταν – ξανά – άτυχος. Έπεσε πάνω στο μεγάλο λιμό. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν αβοήθητοι στους δρόμους. Το Δουβλίνο ήταν τόπος μαρτυρίου. Σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις, ο κουτσός Πατ κατάφερε να μπαρκάρει για τη Αμερική. Μα κι εκεί, η μαύρη του μοίρα τον ακολουθούσε. Με το που πάτησε το πόδι του στη νέα ήπειρο, τον πήραν στρατιώτη να πολεμήσει με τον Λίνκολν. Ακόμα και με μισό πόδι , ο εξαθλιωμένος Ιρλανδός, μπορούσε να κρατήσει ένα όπλο, να σταθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου και να δεχθεί το μπαρούτι του εχθρού. Κανείς δεν ξανάκουσε κάτι για εκείνον.
Δύο μόνο πράγματα γνωρίζω με βεβαιότητα απ’ όλη αυτή την ιστορία.
Το πρώτο ,που σας εξομολογούμαι για πρώτη φορά τούτη την ώρα, είναι πως ο Λόρδος Εκλστον δεν πέθανε από την καρδιά του, όπως όλοι νόμιζαν.
Ο Λόρδος δολοφονήθηκε. Και ξέρω ποιος ήταν δράστης.
Το ξέρω, γιατί… Γιατί εγώ τον σκότωσα. Ναι, εγώ. Έριξα δηλητήριο στο τελευταίο μπουκάλι ουίσκι που μου ζήτησε εκείνο το βράδυ . Μη με ρωτάτε γιατί το έκανα. Δεν μπορώ να πω ακριβώς. Ακόμα και σήμερα δεν έχω ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου γιατί το αποφάσισα. Κι όσο περνά ο καιρός όλο και περισσότερα επιχειρήματα σκαρώνει ο νους μου, για να γλιτώσει από τις τύψεις. Ίσως γιατί ήμουν ερωτευμένη με τον Πατ και δεν ήθελα να τον σκοτώσουν, ίσως γιατί ο θάνατος του Λόρδου θα έσωζε τελικά την αβοήθητη οικογένεια.
Όπως κι έγινε τελικά. Τα τρία αυτά κτήματα συντήρησαν την Αμέλια, την Άγκνες και τον Κουίνσι για τα επόμενα χρόνια. Αν δεν υπήρχε αυτή η γη , τότε κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει την τύχη τους.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ πως εγώ τον σκότωσα.
Όπως κανείς δεν έμαθε ποτέ, γιατί ενώ το πουλί βγήκε ένα πρωί από το Κλουβί του και πέταξε μακριά, το κορίτσι δεν έπαθε τίποτα.
Απολύτως τίποτα.